Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Το αμάρτημα της μητρός μου


Γενικά στοιχεία για το έργο του Βιζυηνού
            Το έργο του Γεωργίου Βιζυηνού διαμορφώνεται σε μια εποχή όπου το λογοτεχνικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από την υποκατάσταση του ρομαντισμού από το ρεαλισμό και του ιστορικού μυθιστορήματος από το ηθογραφικό διήγημα. Με το ηθογραφικό διήγημα ξεφεύγουμε από το χώρο της φαντασίας και περνάμε στο χώρο της παρατήρησης, ξεπερνάμε τις μεγάλες μυθιστορηματικές συνθέσεις και ερχόμαστε στο χώρο των μικρών αφηγηματικών κειμένων με καθημερινό περιεχόμενο και αφήνουμε το χώρο του ασυνήθιστου για το συνηθισμένο και το επαναλαμβανόμενο.
            Ο Βιζυηνός, παρά το γεγονός ότι έγραψε περισσότερα ποιήματα, διακρίθηκε στο χώρο που ένιωθε περισσότερο ελεύθερος: στο διήγημα. Αυτό συνέβη πρώτιστα επειδή άντλησε το υλικό του από τις παραδόσεις και τις προσωπικές του αναμνήσεις και δευτερευόντως επειδή δεν υπήρχε ελληνική διηγηματογραφική παράδοση που θα τον δέσμευε. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν πρωτοεμφανίστηκε ως διηγηματογράφος ο Βιζυηνός με το «Αμάρτημα της μητρός μου», το ελληνικό διήγημα είχε τη μορφή που του είχε δώσει ο Ραγκαβής (εξωτικοί μύθοι, απουσία πραγματικότητας, απίθανες ιστορίες), με τη μικρή συμβολή του Βικέλα. Έτσι, ο Βιζυηνός δημιουργεί μια επαναστατικότητα στο χώρο, καθώς εισάγει νέα στοιχεία στην πεζογραφία: η εσωτερική ζωή και η λειτουργία της συνείδησης, οι ψυχολογικές διακυμάνσεις και διεργασίες, τα ηθικά διλήμματα. Όλα αυτά τα στοιχεία δίνονται με αφηγηματική λιτότητα και συναισθηματική φυσικότητα. Παράλληλα, εισάγει την αφηγηματική τεχνική της εσωτερικής εστίασης, όπου ο αφηγητής περιορίζεται να παρουσιάσει εκείνο που σκέφτονται και αντιλαμβάνονται οι χαρακτήρες. Με αυτόν τον τρόπο, στρέφεται προς τον ψυχικό κόσμο των χαρακτήρων του και έτσι οδηγεί την ηθογραφία στο χώρο της ψυχογραφίας που είναι σημαντική, καθώς με αυτήν προσπαθεί να δώσει μια πραγματολογική διάσταση στο έργο του, να το στηρίξει στην πραγματικότητα. Η πραγματολογική διάσταση του έργου του στηρίζεται:
α) στην πραγματικότητα της προσωπικής ανάμνησης
β) στην πραγματικότητα της επιστήμης και κυρίως της ψυχολογίας
γ) στην πραγματικότητα των λαϊκών  μύθων, ηθών και παραδόσεων.
Άμεση σχέση με αυτή την πραγματολογική διάσταση έχει και ο τρόπος με τον οποίο οι χαρακτήρες επικοινωνούν με την κοινωνική πραγματικότητα. Έτσι, η ψυχολογική διάσταση της αφήγησης υποκαθιστά την κοινωνική και οι χαρακτήρες δεν είναι φορείς κάποιων μύθων αλλά ασυνείδητοι λειτουργοί κάποιων τελετουργιών που σχετίζονται με την καθημερινή ζωή και την προσπάθεια για επιβίωση. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα πρόσωπα λειτουργούν μόνο με την ψυχική τους υπόσταση και καθόλου με τη σωματική. Αν αυτό συμβεί, γίνεται παροδικά και ακολουθείται από αισθήματα ενοχής και την αυτοτιμωρία (η περίπτωση της μάνας που πλακώνει το παιδί και προκαλεί το θάνατό του). Ο συγγραφέας λειτουργεί έντονα συγκινησιακά απέναντι στους ήρωές του, μια συγκίνηση που γίνεται συμπάθεια που απευθύνεται σε πρόσωπα υπαρκτά και όχι μυθιστορηματικά.
            Η πλοκή του έργου του Βιζυηνού χαρακτηρίζεται από έκπληξη, αίνιγμα και αγωνία σε συνδυασμό με την πλήρη αληθοφάνεια, ενώ βασίζεται στην τριμερή διάταξη των συμβάντων ακολουθώντας το σχήμα: αρχική κατάσταση – ανατροπή της – νέα κατάσταση.
            Εκείνο επίσης που εναλλάσσεται στο έργο του Βιζυηνού είναι ο αφηγηματικός τρόπος της περίληψης όπου δίνεται η εντύπωση παρουσίασης γεγονότων στα οποία ο αναγνώστης δεν ήταν παρών και η σκηνική μέθοδος όπου ο συγγραφέας κρύβει την παρουσία του και χρησιμοποιεί το διάλογο κάνοντας τον αναγνώστη να αισθάνεται παρών στα γεγονότα. Πολλές φορές ο συγγραφέας – αφηγητής εξομοιώνεται ως πρόσωπο που δρα με τους άλλους χαρακτήρες του έργου.
            Από όλα τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο ρεαλισμός του Βιζυηνού είναι ιδιότυπος, ακριβώς επειδή είναι προσωπικός και δεν αποτέλεσε τμήμα καμιάς αφηγηματικής σχολής. Έτσι, δίνεται η εντύπωση ότι ο Βιζυηνός χρησιμοποίησε την ηθογραφία για να πάρει μια κριτική στάση απέναντι στα προσωπικά και αυτοβιογραφικά του στοιχεία. Πραγματικά, ο Βιζυηνός δεν περιορίζεται στο αυτοβιογραφικό στοιχείο. Χρησιμοποιεί συνήθως το πρώτο πρόσωπο, επειδή του χρειάζεται «ένας τρόπος εκφραστικής αμεσότητας, ένας τρόπος προσωπικής συναισθηματικής συμμετοχής». Μα σκοπός του δεν είναι να αυτοβιογραφηθεί και να αφηγηθεί τα ατομικά του παθήματα και τα παθήματα της οικογένειάς του, αλλά να συνθέσει έργα ικανά να δώσουν μια εικόνα του ανθρώπινου δράματος, όπου ο μύθος, η πλοκή και τα πρόσωπα να κινούνται και να συμπλέκονται με τη δύναμη του μοιραίου. Ιδιαίτερα πρέπει να εξαρθεί η δραματική πυκνότητα και οι επεμβάσεις της μοίρας, που φέρνουν τους χαρακτήρες αντιμέτωπους, καθώς από το ένα, το αρχικό μοιραίο γεγονός προκύπτουν στη συνέχεια άλλες δραματικές συνέπειες, με αντίχτυπο πάνω σε όλους. Η καταφυγή του σε αυτοβιογραφικό υλικό θα μπορούσε να αποτελεί εκδήλωση της προσπάθειάς του για διατήρηση κάποιων στοιχείων από το παρελθόν του και για την αναζήτηση ανάμεσα σε αυτά κάποιων βασικών στοιχείων της ύπαρξής του. Θα μπορούσε ακόμη να αποτελεί ένδειξη κάποιας πιθανής ευχαρίστησης του συγγραφέα να μιλά – έστω και χωρίς να το δηλώνει άμεσα – για τον εαυτό του, δηλαδή για τη ζωή του. Πέρα, όμως, από όλους αυτούς τους λόγους της καταφυγής του Βιζυηνού σε αυτοβιογραφικό αφηγηματικό υλικό, την κυριότερη αιτία αποτελεί η ανάγκη του να διαθέτει η διήγησή του μια πραγματολογική διάσταση.

«Το αμάρτημα της μητρός μου»
Το διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου» είναι το πρώτο διήγημα που δημοσίευσε ο Βιζυηνός (Απρίλιος 1883) και με αυτό εγκαινιάζεται μια νέα εποχή στην ελληνική διηγηματογραφία. Τα χαρακτηριστικά του συνοψίζονται στα αυτοβιογραφικά στοιχεία (λόγω της κτητικής αντωνυμίας στον τίτλο, της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και των ονομάτων του αφηγητή και της μητέρας του που ταυτίζονται με τα ονόματα του συγγραφέα και της μητέρας του), στη χρησιμοποίηση της λαϊκής παράδοσης, στη δημιουργία της πραγματολογικής διάστασης και στη λειτουργία του διηγήματος ως δράματος. Πρωτοεμφανίζεται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση καθώς ο αφηγητής – συγγραφέας συμμετέχει στη δράση. Εμφανίζεται επίσης ένα θέμα που θα το συναντήσουμε και σε άλλα διηγήματα: η ασυνείδητη προσπάθεια επιβολής πάνω στα παιδιά ενός πολιτισμικού φύλου διαφορετικού από το βιολογικό φύλο τους (ο γιος που οι γονείς ήθελαν να είναι κορίτσι). Στο διήγημα αυτό επίσης έχουμε την εμφάνιση των μελών της οικογένειας και γίνεται η αρχή της εξιστόρησης της οικογενειακής ιστορίας που θα συνεχιστεί και σε άλλα διηγήματα. Τέλος, είναι φανερό ότι η ψυχολογική εμβάθυνση συνδυάζεται με την αυθεντικότητα και την έντονη προσωπικότητα της μητέρας.
Ανάλυση του κειμένου
Το κείμενο αρχικά μπορεί να διαιρεθεί σε δύο μεγάλα μέρη που αφορούν τη σκοπιά από την οποία γίνεται η αφήγηση. Το πρώτο μέρος σχετίζεται με την αφήγηση που γίνεται από τη σκοπιά του παιδιού (μέχρι τη σελίδα 142: «…που νάχη την ευχή μου!» και το δεύτερο μέρος αφορά την αφήγηση που γίνεται από τη σκοπιά του ενήλικου αφηγητή (μέχρι το τέλος του κειμένου). Τα μεγάλα αυτά τμήματα χωρίζονται στις παρακάτω ενότητες:
Α΄ Ενότητα: Η ασθένεια και ο θάνατος της Αννιώς (Άλλην αδελφήν δεν είχομεν … εγλύτωσεν από τα βάσανά του!).
Στην Α΄ ενότητα διακρίνουμε τις εξής υποενότητες:
α) Αρχικά έχουμε την παρουσίαση και τη γνωριμία με τα πρόσωπα. Ο αναγνώστης εισάγεται κατευθείαν στο βασικό θέμα και το βασικό πρόσωπο, την Αννιώ. Αντλούνται πληροφορίες σχετικά με τα μέλη της οικογένειας: η άρρωστη μοναχοκόρη Αννιώ που είχε άλλα τρία αδέλφια (αγόρια) και η μάνα που είχε μείνει χήρα χωρίς να είναι πολλά χρόνια παντρεμένη. Η Αννιώ είναι η πρωταγωνίστρια της α΄ ενότητας, ενώ ο αφηγητής που είναι ένα από τα αδέλφια της δίνει κάποια στοιχεία για το πρόσωπο αυτό χωρίς να εκθέτει εξαρχής την ασθενική κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Από την αρχή του κειμένου και με βάση την εξέλιξη των γεγονότων διακρίνει κανείς μια βασική αφηγηματική τεχνική του Βιζυηνού, την τεχνική της πλάνης. Σύμφωνα με αυτή κάθε χαρακτήρας βλέπει τα πράγματα από τη δική του οπτική γωνία και με βάση τη δική του γνώση των πραγμάτων. Έτσι, ο αφηγητής, ως αδελφός της Αννιώς, καταγράφει ό,τι ήξερε τότε που ήταν παιδί, αγνοώντας κάποια άλλα στοιχεία που ξέρει τώρα που αφηγείται. Αυτή η πλάνη οδηγεί στην τραγική ειρωνεία (ο θάνατος μιας κόρης που ο αφηγητής την αγνοούσε, ήταν το τραγικό σημείο που στιγμάτισε τη συμπεριφορά της μάνας).
            Το γεγονός ότι από τα πρόσωπα μόνο η Αννιώ παρουσιάζεται με το όνομά της, δηλώνει τη σημασία και την κυριαρχία του προσώπου αυτού στο συγκεκριμένο σημείο του διηγήματος. Είναι φανερό ότι πέρα από το οικογενειακό περιβάλλον που παρουσιάζεται και στο οποίο εντάσσονται τα πρόσωπα, μπορεί κανείς να παρακολουθήσει και τη συμπεριφορά των μελών της οικογένειας κυρίως σε δύο επίπεδα. Αρχικά, γίνεται αναφορά στη στάση της μητέρας απέναντι στα παιδιά και ιδιαίτερα απέναντι στην Αννιώ. Η αγάπη της και η αδυναμία της απέναντι στο κορίτσι ερχόταν σε αντίθεση με τη σχεδόν αδιάφορη στάση της απέναντι στα αγόρια. Τα αγόρια ωστόσο θεωρούν δικαιολογημένη αυτή τη συμπεριφορά της μητέρας τους καθώς η Αννιώ ήταν μοναχοκόρη. Το δεύτερο επίπεδο σχέσεων αφορά τη συμπεριφορά των αγοριών προς την Αννιώ, μια συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από αγάπη και στοργή, ιδιαίτερα λόγω του φιλάσθενου της κόρης αλλά και τη συμπεριφορά της Αννιώς απέναντι στα αγόρια που χαρακτηρίζεται από καλοσύνη και τρυφερότητα.
            Οι αόριστες νύξεις για την ασθένεια της Αννιώς προετοιμάζουν τη δεύτερη υποενότητα, όπου η αρρώστια γίνεται το κυρίαρχο μοτίβο.
β) Παρακολουθεί εδώ ο αναγνώστης την επιδείνωση της κατάστασης της Αννιώς σε παράλληλη παρουσίαση με τις προσπάθειες της μάνας να αντιστρέψει κάθε φορά το κλίμα. Η επανάληψη κάποιων φράσεων, κατά παραλλαγή, σχετικά με την ασθένεια και την κατάσταση της Αννιώς (εν τούτοις η ασθένεια της Αννιώς, ολοέν εδεινούτο, η κατάσταση έβαινεν ολοέν επί τα χείρω, το παιδίον εχειροτέρευεν αδιακόπως, η ασθένεια ήτον ανίατος) λειτουργεί τόσο σε επίπεδο περιεχομένου, αφού ο αναγνώστης παρακολουθεί με σαφήνεια τα διαφορετικά στάδια επιδείνωσης της αρρώστιας, όσο και σε επίπεδο δομής, καθώς οι παραλλαγές αυτές δίνουν αλληλουχία και ενότητα στο κείμενο. Σαφή είναι και η χρήση της επανάληψης με ποικίλο τρόπο ώστε να μη γίνεται κουραστική στον αναγνώστη.
            Παρατηρώντας τα στάδια επιδείνωσης της ασθένειας, βλέπει κανείς αρχικά τη μητέρα να εγκαταλείπει το σπίτι της, στο οποίο είχε κλειστεί ως χήρα και να προσπαθεί να βρει τρόπους θεραπείας της Αννιώς καταφεύγοντας ακόμα και στον κουρέα – ψευτογιατρό που την εκμεταλλεύεται. Αυτή η μορφή του γιατρού περιγράφεται με στοιχεία που προκαλούν το κωμικό, ενώ η αμοιβή του γίνεται τόσο σε είδος όσο και σε χρήμα. Αυτός πάντα βεβαίωνε ότι η ασθενής πήγαινε καλύτερα όταν τα αποτελέσματα έδειχναν το αντίθετο. Έτσι, ο αφηγητής παρουσιάζεται με ειρωνική διάθεση απέναντι στη συμπεριφορά και τη στάση του ψευτογιατρού. Σχολιάζοντας σε αυτό το σημείο την αντίληψη σχετικά με τη χήρα γυναίκα η οποία δεν μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερα λόγω αρνητικών σχολίων της κοινωνίας, θα θεωρούσε κανείς ότι η θέση της γυναίκας εκείνη την εποχή ήταν υποβαθμισμένη. Ωστόσο, αναφέρεται ότι ακόμα και στην ανδροκρατούμενη Τουρκία, οι πολύτεκνες μητέρες μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα, ακόμα και χήρες, για να στηρίξουν την οικογένειά τους. Φαίνεται ότι η απόφαση της μητέρας του αφηγητή αφορούσε καθαρά προσωπικά της βιώματα και σχετίζονταν με την ανατροφή και τις αντιλήψεις που είχε σχηματίσει. Στο κείμενο υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι η θέση της γυναίκας δεν ήταν η καλύτερη δυνατή (τα αγόρια μόνο ονομάζονταν παιδιά, η γυναίκα έπαιρνε το όνομα του άντρα της – Μιχαλιέσσα) αλλά υπάρχει και η άλλη όψη: η δουλειά της γυναίκας σε εξωτερικές εργασίες, η υιοθέτηση παιδιών και μάλιστα από χήρα, η συμμετοχή της σε κουμπαριά και σε γλέντια.
            Επανερχόμενοι στα στάδια επιδείνωσης της ασθένειας της Αννιώς, παρατηρεί κανείς στη συνέχεια τη μητέρα να καταφεύγει στον ιερέα, αποδίδοντας τα αίτια της ασθένειας σε εξωλογικά στοιχεία.
            Ακολούθως, η μάνα αφήνει τα θρησκευτικά μέσα και καταφεύγει σε κομπογιαννίτες και μάγισσες. Καθώς παρατηρεί ότι δεν υπάρχει βελτίωση, επανέρχεται στο θεό και κάνει τάματα στις εκκλησίες. Στο έσχατο σημείο, εκεί που βλέπει ότι όλα είναι μάταια, θεωρεί ότι η τελευταία ελπίδα είναι ένα θαύμα.
            Μπορεί κανείς μέσα στο κείμενο να διακρίνει κάποια λαογραφικά στοιχεία αλλά και θρησκευτικές αντιλήψεις της εποχής. Είναι φανερό ότι οι ασθένειες είχαν αίτια φυσικά ή υπερφυσικά. Στην πρώτη περίπτωση η θεραπεία αφηνόταν σε κομπογιαννίτες ή γριές με υπερφυσικές δυνάμεις που δήθεν γιάτρευαν τις ασθένειες, οι οποίες απλώς έκλειναν τον κύκλο τους. Στη δεύτερη περίπτωση είχαμε την ανάμειξη του σατανά, οπότε η ασθένεια παρατείνοταν και οι τρόποι αντιμετώπισής της αφορούσαν είτε μαγεία είτε χριστιανικά μέσα με εξορκισμούς, αγιασμούς και ευχές. Είναι ευνόητο ότι η ανάπτυξη της ιατρικής εκείνη την εποχή ήταν μηδαμινή. Επιπλέον, σύμφωνα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις, οι αθεράπευτες ασθένειες είναι έργα του σατανά και η εκκλησία προσπαθεί να τις θεραπεύσει με εξορκισμούς και ευχές. Η θρησκεία θεωρεί αμαρτία την καταφυγή σε μαγεία για αυτό και υπάρχει μια σύγκρουση στη μητέρα: να ακολουθήσει τη θρησκεία ή να φανεί αμαρτωλή χρησιμοποιώντας μαγικά; Γνώμονάς της ήταν η ίαση της κόρης της, για αυτό και μετέρχεται όλους τους τρόπους που πιστεύει ότι θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν.
            Σε αυτό το τμήμα του διηγήματος είναι έντονη η χρήση παρατατικού χρόνου δίνοντας μια επαναλαμβανόμενη δράση και αποδίδοντας κυρίως μια κατάσταση και όχι γεγονότα. Έτσι, σκιαγραφείται το κοινωνικό, οικογενειακό αλλά και συναισθηματικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσεται η δράση.
            Στη γ΄ υποενότητα αυτή η γενική κατάσταση μετατρέπεται σε συγκεκριμένο γεγονός, στοιχείο που υποδηλώνεται με τη χρήση κυρίως αορίστου και την παρουσίαση του επεισοδίου της εκκλησίας.
γ) Η Αννιώ μεταφέρεται στην εκκλησία για να παραμείνει για σαράντα μερόνυχτα, αφού η αρρώστια οφείλεται σε υπερφυσικές δυνάμεις. Ωστόσο, η κατάσταση της Αννιώς επιδεινώνεται λόγω των δυσμενών συνθηκών στην εκκλησία και η μάνα αναγκάζεται να την πάρει στο σπίτι.
            Στο τμήμα αυτό του διηγήματος έχουμε τόσο αλλαγή στο χώρο, αφού η Αννιώ μεταφέρεται στην εκκλησία όσο και αλλαγή στο χρόνο, αφού οι ενδείξεις σχετικά με τις κινήσεις του αφηγητή (άναβε μαγκάλι, υπήρχε ψύχρα) παραπέμπουν στο χειμώνα. Συγχρόνως, η Αννιώ εξακολουθεί να είναι το βασικό πρόσωπο του ενδιαφέροντος αλλά οι πρωταγωνιστές είναι τώρα η μητέρα και ο αφηγητής.
            Η εικόνα της Αννιώς δίνεται από την αρχή ωχρή και μελαγχολική αλλά με καλή πνευματική κατάσταση σε κάποιες στιγμές. Διακρίνουμε πάλι τις θρησκευτικές αντιλήψεις σχετικά με τη θεραπεία της «διαβολεμένης» ασθένειας από το θεό: εκτός από το συμβολικό αριθμό 40, χρονικό διάστημα που έπρεπε να μείνει η Αννιώ στην εκκλησία και την πίστη για ύπαρξη δαιμονίων στον άνθρωπο, γίνεται αναφορά και σε κάποιες τελετουργίες όπως η απομάκρυνση των δαιμονίων κατά την ώρα της λειτουργίας και η εναπόθεση των αμφίων του ιερέα πάνω στο «δαιμονισμένο».
            Ενδιαφέρον έχει και η πολύχρονη παρουσία του αφηγητή στην εκκλησία, καθώς δεν άφηνε στιγμή την αδελφή του. Χαρακτηριστικές είναι οι σκηνές που περιγράφει για τις μέρες και τις νύχτες που πέρασε μέσα στο μυστηριακό χώρο της εκκλησίας. Γλαφυρές και φοβερές είναι οι εικόνες που περιγράφει κατά την πρώτη του νύχτα στην εκκλησία. Οι δύο εικόνες του άγιου που ζωντανεύει και κατεβαίνει στο έδαφος και των νεκρών που ζωντανεύουν καθώς και του σκελετού, παρουσιάζουν αντιθετικά στοιχεία μεταξύ τους. Και οι δύο εικόνες βέβαια είναι δημιουργήματα της φαντασίας, αλλά η εικόνα του άγιου ξεκινά από μια πραγματική παράσταση, ενώ η εικόνα των νεκρών είναι καθαρά φανταστική. Οι εικόνες είναι οπτικές και κινητικές, ενώ η δεύτερη είναι και ακουστική.
            Το βασικό επεισόδιο αυτού του τμήματος του διηγήματος είναι η προσευχή της μητέρας την οποία ακούει ο αφηγητής – γιος: η μητέρα ζητά από το θεό να σώσει το κορίτσι, παίρνοντας ως αντάλλαγμα ένα από τα δύο αγόρια της, το Χρηστάκη ή το Γιώργη (τον αφηγητή). Το επεισόδιο αυτό λειτουργεί εξελικτικά για το έργο, αφού δημιουργείται προς στιγμήν ένα ενδιαφέρον στον αναγνώστη με τη φράση της μητέρας: «ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου και εβάλθηκες να μου πάρεις το παιδί, για να με τιμωρήσεις». Η αναφορά στην αμαρτία και η ιδιότητα του θεού ως τιμωρού δημιουργούν απορία η οποία θα διατηρηθεί μέχρι το τέλος αφού γρήγορα το βλέμμα του αναγνώστη στρέφεται στην αντίδραση του αφηγητή, ο οποίος εγκαταλείπει πανικόβλητος την εκκλησία και περνά από μια κλιμάκωση συμπεριφορών και συναισθημάτων: φεύγοντας από την εκκλησία, σταδιακά, αποκτά την ψυχραιμία του, κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν για να θυμηθεί τη συμπεριφορά του απέναντι στη μάνα του, θεωρώντας ότι ήταν άψογος απέναντί της, ενώ εκείνη τον παραμελούσε και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν τον αγαπά και άρα δεν αξίζει να της δείχνει αγάπη και φροντίδα. Οι φάσεις από τις οποίες περνά συμπληρώνονται από αισθήματα πανικού και φόβου, αφού βλέπει ότι απειλείται η ζωή του αλλά και πικρίας, καθώς αισθάνεται ότι η μητέρα του δεν τον αγαπά. Παρατηρεί κανείς ότι εδώ αλλάζει η αρχική εντύπωση του αναγνώστη, όταν στην αρχή του διηγήματος τα παιδιά έδειχναν ότι δεν τους ένοιαζε η στοργή που έδειχνε η μάνα στην Αννιώ, βάζοντας αυτά σε δεύτερη μοίρα.
            Ο αφηγητής – γιος συμμετέχει στην ιστορία βλέποντας τα πράγματα από μια εσωτερική οπτική γωνία και λειτουργεί δραματοποιημένα αφού ζει και ο ίδιος κάποια έντονη στιγμή της ζωής του.
δ) Στην υποενότητα αυτή έχουμε στοιχεία τα οποία σταδιακά προοικονομούν το θάνατο της Αννιώς:το μοιρολόγι που έλεγαν για τον πατέρα, η αναφορά στο θάνατο του πατέρα, το σκηνικό θανάτου που είχε στήσει η μητέρα παρακαλώντας το νεκρό σύζυγό της να σώσει το Αννιώ.
            Η στάση της μητέρας εδώ απέναντι στον αφηγητή αλλάζει, αφού γίνεται τρυφερή, ίσως έχοντας καταλάβει ότι η φυγή του παιδιού οφειλόταν στο ότι άκουσε την προσευχή της. Ο αφηγητής βέβαια εξακολουθεί να είναι φοβισμένος και δεν του κολλούσε ύπνος
            Σημαντικό στοιχείο στο σημείο αυτό είναι το μοιρολόγι του πατέρα του που τραγουδούσε η μάνα του. Εδώ, με μια αναδρομική αφήγηση ο αφηγητής θυμάται ότι το μοιρολόγι αυτό το είχε συνθέσει ένας γύφτος – ραψωδός, περιπλανώμενος, που συνέθετε αυτοσχεδιάζοντας στίχους και μουσική. Πρόκειται για μια μορφή που είχε προκαλέσει εντύπωση και θαυμασμό στον αφηγητή γι’ αυτό και η περιγραφή του περιλαμβάνει πολλά επίθετα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εικόνα του Γύφτου που συνθέτει μοιρολόγια διαφοροποιείται από τις εικόνες και τις συνήθειες που έχουμε ως λαός για το μοιρολόγι και τη λειτουργία του: τα μοιρολόγια λέγονταν από γυναίκες την ημέρα της ταφής του νεκρού και το τραγουδούσαν οι ίδιες. Αντίθετα, σε αυτή την περίπτωση το μοιρολόγι συντέθηκε από άνδρα (Γύφτο), δεν το συνθέτει τη μέρα της ταφής του νεκρού αλλά μεταγενέστερα και δεν το τραγουδά ο ίδιος αλλά το μαθαίνει στη χήρα να το τραγουδά όποτε ήθελε.
            Οι εικόνες, ως κύριο μέσο έκφρασης, συνεχίζονται με το σκηνικό και την τελετουργία που στήνει η μητέρα ως ύστατη προσπάθεια να σώσει την Αννιώ: η τελετή είναι ένα λαϊκό δρώμενο, αποτελούμενο από θρησκευτικά στοιχεία και δοξασίες και παραπέμπει στην πανάρχαια θρησκευτική συνήθεια της λατρείας και θεοποίησης των νεκρών. Σύμφωνα με αυτή, οι νεκροί έχουν υπερφυσικές δυνάμεις και επανέρχονται κοντά στους ζωντανούς πετώντας στον τόπο που έζησαν. Η τελετή γίνεται τα μεσάνυχτα, ώρα που στις λαϊκές δοξασίες συνδέεται με τα φαντάσματα. Κατά τη διάρκεια της τελετής, που έχει τη μορφή μνημόσυνου, ο αφηγητής κάνει μια προσευχή με εκδικητικό ύφος προς τη μητέρα του («Έλα πατέρα – να με πάρης εμένα – για να γιάνη το Αννιώ»). Ο αφηγητής όμως, κρίνοντας τώρα τη στάση του, καθώς είναι μεγάλος, νιώθει ενοχές για εκείνη την προσευχή. Μέσα σε αυτό το τελετουργικό, εμφανίζεται η εικόνα της χρυσαλίδας, η οποία κατά τη μητέρα είναι ο φορέας της ψυχής του πατέρα. Η παρουσία της χρυσαλίδας (αρχ. ψυχή=πεταλούδα) εξηγείται λογικά από την ύπαρξη φωτός στο χώρο, που προσελκύει την πεταλούδα αλλά συγχρόνως δηλώνει και την πίστη των ανθρώπων να μη δέχονται ολοκληρωτικά το θάνατο αγαπημένων προσώπων, θεωρώντας ότι αυτοί επιστρέφουν με άλλη μορφή. Συγχρόνως, δείχνει και την απελπισμένη αντίδραση της μάνας που προσπαθούσε κάθε στοιχείο να το ερμηνεύσει ως μέσο σωτηρίας της Αννιώς.
            Άλλη μια εικόνα είναι στο σημείο που η μάνα δίνει στην Αννιώ να πιει από το νερό της τελετουργίας, το οποίο προς στιγμήν φαίνεται να ζωηρεύει τη μικρή. Πρόκειται για την τελευταία αναλαμπή της ετοιμοθάνατης λίγο πριν ξεψυχήσει και συγχρόνως δηλώνει την πικρή ειρωνεία του αφηγητή («έμελλε τω όντι να την ιατρεύση») δείχνοντας την αποτελεσματικότητα όλων εκείνων των θεραπευτικών μέσων αλλά και την εντύπωση ότι τελικά η μικρή γιατρεύτηκε – γλίτωσε από τα βάσανα.
            Η σκηνή του θανάτου της Αννιώς αποδίδεται με πολύ λιτό και απλό τρόπο, φορτισμένο συναισθηματικά αλλά και με λογική.
            Τέλος, μπορεί κανείς να επισημάνει κάποια λαογραφικά στοιχεία όπως το μοιρολόγι, η χρήση χάλκινων σκευών και το γάνωμά τους, η λύρα, η καλύπτρα του κεφαλιού των γυναικών, το ανώγι, η φιλοξενία με παράθεση γεύματος, το μοίρασμα των ρούχων του νεκρού σε ξένους.



Β΄.  Ενότητα: Μετά το θάνατο της Αννιώς και οι υιοθεσίες των άλλων κοριτσιών. («Πολλοί είχον κατηγορήσει … Ας έχη την ευχή μου!»)
Το πρώτο βασικό στοιχείο που παρουσιάζεται εδώ είναι η κατάσταση που επικρατεί μετά το θάνατο της Αννιώς. Αρχικά, η μητέρα στέκεται παθητικά και εγκαταλείπει τη φροντίδα των υπολοίπων παιδιών της, όμως με τις προτροπές της εκκλησίας και των συγχωριανών συνέρχεται. Το πέρασμα από την κατάσταση της αδιαφορίας στο «Ξύπνημα» της μητέρας, γίνεται με μια αναδρομή που αφορά τα τεράστια οικονομικά έξοδα που είχαν γίνει για να θεραπευτεί η Αννιώ και η τωρινή άθλια οικονομική κατάσταση. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, η μητέρα αρχίζει να δουλεύει και να δείχνει θάρρος στην αντιμετώπιση της κατάστασης, φροντίζοντας και για τη μόρφωση των παιδιών της.
            Τα καινούργιο στοιχείο που προστίθεται σε αυτό το σημείο είναι η υιοθεσία από τη μητέρα, ενός μικρού κοριτσιού παρά τις δυσκολίες για επιβίωση. Εδώ παρουσιάζονται κάποια στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία της υιοθεσίας, η οποία φαίνεται αρκετά απλή και περνά από ένα τελετουργικό, αρχικά θρησκευτικό (με την παράδοση του παιδιού μέσα στην εκκλησία) και στη συνέχεια κοινωνικο – λαϊκό (όταν ζητείται η συγκατάθεση όλων των χωριανών). Πολύ απλά και διακριτικά παρουσιάζονται από το συγγραφέα τόσο η σκηνή της υιοθεσίας όσο και τα συναισθήματα των εμπλεκόμενων προσώπων με τη θλίψη της φυσικής μάνας, το βουβό πόνο του πατέρα και την ανησυχία της θετής μάνας. Η μητέρα του αφηγητή έδειξε ιδιαίτερη φροντίδα για το κορίτσι αυτό, διοχετεύοντας σε αυτό όλη την αγάπη της και θεωρώντας το ως αντικαταστάτης της Αννιώς. Η δυσαρέσκεια των υπολοίπων παιδιών ήταν έκδηλη και όταν τελικά το κορίτσι αυτό παντρεύτηκε η χαρά τους ήταν μεγάλη.
            Γρήγορα όμως ανέκυψε καινούργιο πρόβλημα, καθώς η μητέρα αποφασίζει να υιοθετήσει ένα άλλο κοριτσάκι, μωρό ακόμα. Η μητέρα θέτει επιχειρήματα ηθικής για να καθησυχάσει τις αντιδράσεις των γιών της (το βρέφος ήταν κοιλιάρφανο). Επιπλέον, στις απειλές των γιών της ότι δε θα τη βοηθούσαν, αυτή επικαλείται την υπόσχεση του ξενιτεμένου Γιώργη (αφηγητή) ότι θα θρέψει το ψυχοπαίδι. Στην πραγματικότητα η υπόσχεση του Γιώργη αφορούσε το πρώτο ψυχοπαίδι αλλά η μητέρα τη χρησιμοποιεί τώρα για να αμυνθεί απέναντι στους γιούς της και συγχρόνως αποτελεί μια προοικονομία για την επιστροφή του Γιώργη από την ξενιτιά, στοιχείο απαραίτητο για την εξέλιξη του μύθου, καθώς θα ακολουθήσει η αποκάλυψη του μυστικού.
            Η ενότητα κλείνει με μια αναδρομή στη σκηνή κατά την οποία ο αφηγητής έφτασε στο σημείο να δώσει την υπόσχεση, καθώς και κάποια στοιχεία για τη ζωή του στην ξενιτιά.
            Στην ενότητα αυτή αντλούμε περισσότερα στοιχεία για το χαρακτήρα της μάνας που φαίνεται δυναμική και εργατική στην προσπάθειά της να σώσει την οικογένειά της αλλά και επίμονη, αποφασιστική στην υιοθέτηση των κοριτσιών και συγχρόνως άδικη στην άνιση αντιμετώπιση των άλλων παιδιών. Εδώ προστίθονται κάποια στοιχεία που αφορούν τη σχέση της μάνας με τον αφηγητή, αφού αυτή τον σώζει από πνιγμό και εκείνος, αισθανόμενος υποχρέωση, υπόσχεται ότι θα αναλάβει τα έξοδα διατροφής της ίδιας και της ψυχοκόρης της, ώστε να σταματήσει να δουλεύει.
            Στην ενότητα αυτή ο αφηγητής είναι δραματοποιημένος, συμμετέχει στα γεγονότα και αφηγείται σε α΄πρόσωπο έστω και αν έλειπε για ένα διάστημα στην ξενιτιά. Υπάρχουν αναδρομικές αφηγήσεις (δες παραπάνω) αλλά και πρόδρομες («Δεν ήξεραν ακόμη … ήλπιζον να την ανακουφίσω»). Ο χρόνος της αφήγησης είναι μικρότερος από το χρόνο της ιστορίας, αφού κάποια γεγονότα συμπυκνώνονται (η περίοδος ζωής του πρώτου κοριτσιού).

Γ΄. Ενότητα: Η επιστροφή του Γιώργη από την ξενιτιά και η αποκάλυψη του μυστικού από τη μάνα (Ευτυχώς αι κακαί εκείναι ειδήσεις … Ετελείωσε)
Ο Γιωργής επιστρέφει από τα ξένα και εκφράζει την απογοήτευση και τις αντιρρήσεις του για τη δεύτερη θετή του αδελφή, την Κατερινιώ. Ο Γιώργης θέλει να έχει αδελφή αλλά τα χαρακτηριστικά που αυτός προτιμά είναι διαφορετικά από την καχεκτική Κατερινιώ. Η παρουσίαση των στοιχείων που ο Γιώργης θέλει για την αδελφή του αποτελεί επιβράδυνση της εξέλιξης του μύθου. Παράλληλα, η αντίθεσή του αυτή λειτουργεί ως προοικονομία για την εκμυστήρευση της μητέρας του αργότερα.
            Η μητέρα προσπαθεί με κάποια σαθρά επιχειρήματα να αλλάξει τη γνώμη του Γιώργη: «Δεν είναι ξένο το παιδί! Είναι δικό μου!» αφού το πήρε 3 μηνών, το βύζαινε, το τύλιξα στα σπάργανα των παιδιών της και το κοίμησε στην κούνια τους. Όλα αυτά τα στοιχεία βέβαια δεν μπορούν να στηρίξουν την άποψή της ότι το παιδί είναι δικό της, αφού απλά δεν το γέννησε αυτή. Ο Γιώργης δεν αντιδρά απέναντι στην απέλπιδα προσπάθεια της μάνας του να τον πείσει, αφού δε θέλει να τη στεναχωρήσει άλλο. Η ίδια η μάνα, νιώθοντας ότι δεν είναι πειστικά τα λόγια της, αισθάνεται την ανάγκη να ανοίξει την καρδιά της και να αποκαλύψει το μυστικό της, το λόγο για τον οποίο έδειχνε τόση επιμονή στο κορίτσι.
            Η αποκάλυψη του μυστικού γίνεται με αναδρομική αφήγηση και προοικονομείται με τη φράση: «η αμαρτία μου δεν εσώθηκεν ακόμη» που συμπληρώνει εκείνη που είχε πει κατά την προσευχή της στην εκκλησία πριν πεθάνει η Αννιώ. Ο συγγραφέας προδιαθέτει τον αναγνώστη, δίνοντας τη βαρύτητα του μυστικού (είναι βαρύ, το γνωρίζουν μόνο ο Θεός και ο πνευματικός) και την ελπίδα της μητέρας ότι ο Γιώργης θα την παρηγορήσει, θα τη λυπηθεί και θα δεχτεί το Κατερινιώ. Η μητέρα αφηγείται το ότι είχε αποκτήσει ένα κοριτσάκι που πλάκωσε στον ύπνο της μετά από ένα γαμήλιο γλέντι. Η αφήγηση γίνεται με χρονική σειρά και πολλές λεπτομέρειες που λειτουργούν ως επιβράδυνση, αφού κλιμακώνουν σταδιακά τα συναισθήματα και την αγωνία. Η μητέρα ζει συνεχώς κάτω από το βάρος της ενοχής για την «παιδοκτονία» και θεωρεί ότι όλα τα πλήγματα της ζωής της αποτελούν τιμωρία του Θεού για το αμάρτημά της. Έτσι, υιοθετεί κοριτσάκια για να εξιλεωθεί και να αναπληρώσει το κενό του νεκρού κοριτσιού, απομακρυνόμενη από τις τύψεις. Γι’αυτό και όταν τελειώνει την αφήγησή της αιτιολογεί τις υιοθεσίες και ζητά την κατανόηση του Γιωργή, η οποία βέβαια επιτυγχάνεται, καθώς ο Γιωργής υπόσχεται να αγαπά το Κατερινιώ σαν πραγματική του αδελφή και ερμηνεύει τη συμπεριφορά της μητέρας του στο παρελθόν. Συγχρόνως, λύνεται και η απορία του αναγνώστη για το «αμάρτημα» της μητρός.
            Στην ενότητα αυτή αποκαθίστανται οι σχέσεις του αφηγητή με τη μητέρα του, καθώς την κατανοεί πλήρως μετά την εξομολόγησή της. Παρά την αίσθηση που δόθηκε στην αρχή ότι τα αγόρια δε ζήλευαν την Αννιώ, εδώ η μητέρα εμφανίζει το Γιώργη να τη ζηλεύει, αφού για χάρη της τον είχε απογαλακτίσει νωρίς. Πρόκειται όμως για βρεφική ζήλια και όχι για την παιδική συμπεριφορά που περιγράφει στην αρχή ο αφηγητής. Άλλο ένα πρόσωπο που εμφανίζεται έντονα εδώ είναι και ο πατέρας που παρουσιάζεται ως τρυφερός σύζυγος, ακριβοδίκαιος απέναντι στα παιδιά του και άνθρωπος ανοιχτόκαρδος, κοινωνικός, ευαίσθητος αλλά και δέσμιος των κοινωνικών συμβάσεων.
            Τέλος, κάποια λαογραφικά στοιχεία που παρουσιάζονται είναι η ξενιτιά, η προίκα, ο σαραντισμός των μωρών, ο χορός και το γλέντι, τα τάματα στους αγίους, η κουμπαριά, η άποψη για τους πνευματικούς, ο φόβος της μεταθανάτιας τιμωρίας, η άποψη ότι η Τύχη επηρεάζει τη ζωή των ανθρώπων.

Δ΄ Ενότητα: Η μάνα εξομολογείται από τον πατριάρχη (Η εκμυστήρευσις ταύτη … και εγώ εσιώπησα)
Ο αφηγητής μέσα από μια αναδρομή και ξέροντας πια την αιτία του «αμαρτήματος» προσπαθεί να αξιολογήσει και να ερμηνεύσει τη στάση της. Εξηγεί τη συμπεριφορά της μέσα από τρία στοιχεία: «η συναίσθησις του αμαρτήματος (το βάρος που αυτό είχε), η ηθική ανάγκη της εξαγνίσεως (που θα την ανακούφιζε) και το αδύνατον της εξαγνίσεως (το αδιέξοδο που βίωνε)».Ο ίδιος αναλαμβάνει να ανακουφίσει την καρδιά της, θεωρώντας ότι το «δυστύχημα» (όπως ο ίδιος το αποκαλεί υποβιβάζοντας τη σημασία του) δεν έγινε εκ προμελέτης ούτε με τη θέληση της μητέρας του και επίσης ότι ο Θεός είναι δίκαιος και επιεικής, αναγνωρίζοντας την ειλικρινή μεταμέλεια. Με τα επιχειρήματα αυτά ο αφηγητής προσπαθεί αφενός μεν να απαλλάξει τη μητέρα του από τις τύψεις και να την απομακρύνει από το φόβο για τιμωρία από το Θεό, αφετέρου δε να επισημάνει τα χαρακτηριστικά της απλότητας και της ηθικότητας της προσωπικότητας της μάνας.
            Κατόπιν υπάρχει ένα κενό δύο ετών στο χρόνο της αφήγησης, οπότε ο Γιώργης ξενιτεύεται ξανά. Επειδή δεν είναι σίγουρος για την αποτελεσματικότητα των λόγων του απέναντι στη μητέρα του, όταν αυτή τον επισκέπτεται στην Κων/πολη, αυτός τη φέρνει σε επαφή με τον πατριάρχη Ιωακείμ, ο οποίος την εξομολογεί. Ενώ αρχικά φαίνεται ότι ο σκοπός έχει επιτευχθεί και η μητέρα έχει ανακουφισθεί, τελικά με τα τελευταία λόγια της: «Είναι καλόγερος. Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορή να γνωρίση, τι πράγμα είναι το να σκοτώση κανείς το ίδιο το παιδί του!», φαίνεται ότι βαθιά μέσα της η ανησυχία εξακολουθεί να υπάρχει. Ο φόβος για την τιμωρία από το Θεό φαίνεται να έχει εξαλειφθεί αλλά ο πόνος και οι τύψεις  παραμένουν. Το τέλος του κειμένου είναι απότομο και θλιβερό, χωρίς να δίνεται διέξοδος ή ελπιδοφόρο μήνυμα: τα μάτια της μητέρας γεμίζουν δάκρυα και ο αφηγητής σιωπά.

Συμπεράσματα
Στο διήγημα παρουσιάζεται μια γλωσσική ποικιλία και πολυμορφία: η κυρίως αφήγηση και ιδιαίτερα όταν ο αφηγητής είναι σε ώριμη ηλικία, γίνεται σε καθαρεύουσα με τύπους αρχαιοπρεπείς, ενώ οι διάλογοι περιέχουν λαϊκή – δημοτική γλώσσα με αρκετούς ιδιωτισμούς (μου άνοιγεν η καρδιά μου). Το γεγονός ότι ο Βιζυηνός προσαρμόζει τη γλώσσα του κάθε χαρακτήρα ανάλογα με την ηλικία ή τη μόρφωση δείχνει την προσπάθειά του να κινηθεί με κριτήριο την αληθοφάνεια.
            Το ύφος του κειμένου είναι φυσικό, άμεσο, απλό και διαυγές, χωρίς περιττά σχήματα λόγου και με λογική χρήση διαλόγου και άλλων τεχνικών της αφήγησης.
            Τα σχήματα λόγου είναι λιτά και εντάσσονται στη φυσική ροή του λόγου. Μπορεί κανείς να διακρίνει παρομοιώσεις, μεταφορές, εικόνες και αντιθέσεις ακόμα και στην οπτική γωνία αφηγητή – μητέρας ή στην οπτική γωνία ανήλικου αφηγητή – ενήλικου αφηγητή.
            Η βασική αφηγηματική τεχνική του διηγήματος είναι η τεχνική της πλάνης, δηλαδή οι χαρακτήρες έχουν συνείδηση μιας διαφορετικής ή αντίθετης πραγματικότητας ο καθένας. Ο αφηγητής είναι δραματοποιημένος δηλ. είναι παρών στην αφήγηση, συμμετέχει στα δρώμενα και αφηγείται σε α΄  πρόσωπο (πρωτοπρόσωπη αφήγηση). Η εστίαση είναι εσωτερική δηλ. ο αφηγητής αποκαλύπτει όσα γνωρίζει ο ίδιος αλλά δεν περιορίζεται μόνο στην προσωπική του αντίληψη, αφού διεισδύει στον ψυχισμό των χαρακτήρων χωρίς όμως να γίνεται παντογνώστης αφηγητής (μηδενική εστίαση). Αρχικά, ο αφηγητής μιλώντας για τη μητέρα του εμφανίζεται να γνωρίζει λιγότερα από όσα γνωρίζει η πρωταγωνίστρια αλλά ακολούθως αναμειγνύει τη φωνή του με εκείνη της μητέρας, χρησιμοποιώντας την τεχνική του ελεύθερου πλάγιου λόγου. Με αυτή την τεχνική μιλά ο αφηγητής αλλά στην πραγματικότητα αποδίδει το λόγο και τις σκέψεις της μητέρας χωρίς να βάζει τα λόγια της σε εισαγωγικά. Επισημαίνουμε ακόμα τις τεχνικές του διαλόγου, της περίληψης, όπου ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι δεν υπήρξε παρών και της σκηνικής μεθόδου, όπου ο αναγνώστης έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι παρών στα διαδραματιζόμενα. Η περιγραφή δεν αποτελεί παρέμβλητο «ξένο σώμα» αλλά οργανικό μέρος του κειμένου και της αφήγησης. Ο ρόλος της είναι πολλαπλός: να συμπληρώσει τα κενά, να δημιουργήσει αντιθέσεις, να εντείνει τις δραματικές καταστάσεις, να στήσει μυστικές γέφυρες ανάμεσα στους ανθρώπους και τα πράγματα.
            Ως προς τη χρονική σειρά της αφήγησης, τα γεγονότα παρουσιάζονται κυρίως με αναδρομικές αφηγήσεις, με μία μόνο πρόδρομη αφήγηση (η αναχώρηση του Γιώργη στα ξένα – σελ. 144), με προοικονομίες, με συμπύκνωση ,ώστε ο χρόνος της αφήγησης να είναι μικρότερος από το χρόνο της ιστορίας, με αφηγηματικά κενά (κυρίως ανάμεσα στη δεύτερη και τρίτη ενότητα) και με επιβραδύνσεις.
            Στην οργάνωση της πλοκής χρησιμοποιούνται 3 νόμοι: ο νόμος της αληθοφάνειας, ο νόμος της έκπληξης και ο νόμος της αγωνίας. Οι δύο τελευταίοι σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που επικρατεί, δίνουν έμφαση στο αίνιγμα: ποιο είναι το αμάρτημα;
            Ο ευρύτερος χώρος  στον οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα είναι η πατρίδα του συγγραφέα, ενώ οι κύριοι χώροι δράσης είναι το σπίτι, η εκκλησία και η ύπαιθρος. Υπάρχει αντίθεση κλειστού και ανοιχτού χώρου. Χωρίς να είναι απόλυτος ο διαχωρισμός, ο κλειστός χώρος παρουσιάζεται κυρίως ως χώρος δυσάρεστων γεγονότων και ο ανοιχτός ως χώρος ευχάριστων γεγονότων.
            Στο διήγημα διακρίνουμε και αρκετά θεατρικά στοιχεία., όπως η συμμετοχή πολλών προσώπων, ο διάλογος, η εναλλαγή σκηνών και χώρων και οι αυτοτελείς ενότητες.
            Τα πρόσωπα παρουσιάζονται με πληθώρα και ποικιλία, τόσο αυτά της οικογένειας όσο και αυτά που είναι εκτός οικογένειας. Από τα πρόσωπα μόνο δύο ολοκληρώνονται ως χαρακτήρες: ο αφηγητής και η μητέρα του. Οι άλλοι είναι δευτερεύοντες χαρακτήρες που παρουσιάζονται με λίγες ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Έτσι, η δυαδική αφηγηματική δομή προσφέρει δύο δυνατότητες εισόδου: από την οπτική γωνία του αφηγητή ή από την οπτική γωνία της μητέρας. Η οπτική γωνία της μητέρας παραμένει αμετάβλητη σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ενώ η οπτική γωνία του αφηγητή μεταβάλλεται, καθώς κατανοεί καλύτερα τόσο το τι έχει συμβεί όσο και από ποια αιτία διέπεται η συμπεριφορά της μητέρας. Η μεταβολή της οπτικής γωνίας του αφηγητή υποβοηθείται από τη μεγάλη διάρκεια της αφήγησης και από το γεγονός ότι αυτός δεν αφηγείται από ένα ορισμένο χρονικό σημείο αλλά παρακολουθεί τα γεγονότα αφηγούμενος ταυτόχρονα, από μικρό παιδί ως ώριμος άνδρας. Πολλά πρόσωπα, χάρη στη πλοκή του έργου, συγκρούονται μεταξύ τους. Η παρουσίαση των προσώπων γίνεται με τη δραματική μέθοδο, δηλαδή μέσα από τα λόγια και τις συμπεριφορές τους, ενώ οι αντιδράσεις τους είναι ανθρώπινες και δικαιολογημένες, αποτέλεσμα της αληθοφάνειας που επιδιώκει να πετύχει ο συγγραφέας. Το διήγημα, ήδη στην πρώτη του σελίδα, προσδιορίζει τα αντιθετικά ζεύγη που θα καθορίσουν το νόημα: το πρώτο ζεύγος, ο ενικός και ο πληθυντικός αριθμός. Το δεύτερο, το κορίτσι και τα αγόρια. Το τρίτο, ο νεκρός πατέρας (που τα ρούχα του ντύνουν τα αγόρια) και οι ζωντανοί (μητέρα και παιδιά).Το τέταρτο, το συναίσθημα ή η πρόθεση (η αδέκαστος ενδόμυχος στοργή της μητρός) και οι πράξεις, που φυσικά γεννούν ζηλοτυπίες. Το πέμπτο, η γνώση και οι απορίες. Τα πέντε αυτά ζεύγη θα οροθετήσουν την αναζήτηση του νοήματος, τον προσδιορισμό δηλαδή του αμαρτήματος, που προεξαγγέλλεται ήδη με τον τίτλο του διηγήματος.
            Δύο είναι τα κεντρικά θέματα του διηγήματος: το θέμα της αναζήτησης της μητρικής αγάπης από το γιο, ένα θέμα που αποτελείται από τα μοτίβα της ζήλιας, της αδελφικής αγάπης, του φόβου, της στέρησης και το θέμα της ενοχής της μητέρας που αποτελείται από τα μοτίβα της προσήλωσης στην κόρη, της αρρώστιας της Αννιώς, της χειροτέρευσης της στάσης της μητέρας και των υιοθεσιών. Στο πρώτο μέρος του διηγήματος, ο λόγος του αφηγητή περιστρέφεται γύρω από την εμπειρία του από την αδελφή του την Αννιώ. Στο δεύτερο μέρος, ο λόγος του αφηγητή, ο οποίος επιστρέφει «μετά μακράν απουσίαν», ασχολείται με το λόγο της μητέρας που περιστρέφεται γύρω από την εμπειρία της από την πρώτη κόρη της την Αννιώ. Η χρονικά πρότερη εμπειρία στο επίπεδο της ιστορίας παρουσιάζεται μετά τη χρονικά ύστερη (ανάληψη). Όμως ο αναχρονισμός αυτός λειτουργεί ερμηνευτικά ως προς τον αναγνώστη, διότι του δείχνει ότι ο λόγος του αφηγητή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, ο λόγος της αυθεντίας δηλαδή, έχει διαμορφωθεί με βάση την πλάνη. Ο αναγνώστης καλείται να βρει ο ίδιος ποιος είναι αξιόπιστος και να μην αρκείται στις συμβάσεις.
            Το αμάρτημα ορίζεται ως παράβαση του ηθικού ή του θείου νόμου. Στο διήγημα η μητέρα αναφέρεται στην αμαρτία της, όταν εξηγεί στον αφηγητή πως, έχοντας περάσει ένα βράδυ χορού και διασκέδασης, πήγε να θηλάσει το παιδί της, την πήρε ο ύπνος από την κούραση, το «πλάκωσε» κι όταν ξύπνησε «ήταν απεθαμένο». Η αμέλειά της οδήγησε στο θάνατο του παιδιού της, διότι παρέβη τον ηθικό νόμο που καθορίζει τα μητρικά της καθήκοντα. Αυτό είναι το αμάρτημα της μητέρας, ή μα΄λλον το πρώτο της αμάρτημα στο χρόνο της ιστορίας. Είναι όμως το δεύτερό της αμάρτημα στο χρόνο – και στο χώρο – της αφήγησης. Η εκπεφρασμένη επιθυμία της μητέρας να πάρει ο Θεός τα αγόρια της και να της αφήσει το κορίτσι συνιστά αμάρτημα. Το δεύτερο, ως προς τον ιστορικό χρόνο, αμάρτημα είναι το πρώτο ως προς τον αφηγηματικό χρόνο, διότι μόνο έτσι γίνεται σαφής η σημασία της επιθυμίας ως συστατικού στοιχείου του αμαρτήματος.

Απαντήσεις στις ερωτήσεις του βιβλίου
1) Αρχικά, η στοργή που δείχνει η μητέρα στην Αννιώ φαντάζει ως φυσιολογική στα μάτια των αγοριών, αφού αυτή ήταν μοναχοκόρη. Αυτή η εντύπωση θα ανατραπεί από τη στιγμή της προσευχής της μάνας στην εκκλησία και τις αποκαλύψεις για τον πρόωρο απογαλακτισμό του Γιώργη και την αδιαφορία προς τα αγόρια, καθώς και την υιοθεσία των θετών κοριτσιών. Η αποκατάσταση των πραγμάτων θα έρθει με την αποκάλυψη του μυστικού της μάνας.

2) Ο Γιώργης και τα αδέλφια του δε δείχνουν ζήλια για τις περιποιήσεις της Αννιώς από τη μητέρα. Η μητέρα λέει ότι ο Γιώργης «ζούλευε» αφού τον είχε απογαλακτίσει νωρίς και τον παραμελούσε. Η συμπεριφορά αυτή του Γιώργη αφορούσε τη βρεφική ηλικία, ενώ αυτή που ο ίδιος παρουσιάζει στην αρχή αφορούσε την παιδική του ηλικία. Άρα δεν υπάρχει αντίθεση στην οπτική γωνία της μητέρας και του αφηγητή.
3) Σημεία στα οποία φαίνεται η διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική αντίληψη:
- οι επισκέψεις του ψευτογιατρού καταγράφονται από την πλευρά της παιδικής συνείδησης, τα σχόλια όμως είναι του ώριμου αφηγητή
- η προσευχή του Γιώργη, όταν η μητέρα καλούσε την ψυχή του πατέρα: «Έλα πατέρα – να πάρης εμένα – για να γιάννη το Αννιώ!... και δεν ηδυνάμην να εννοήσω την καρδίαν της».
- κατά το ξεψύχισμα της Αννιώς υπάρχει η φράση: «το οποίον έμελλε τω όντι να την ιατρεύσει». Η φράση εξηγείται ποικίλα από την άποψη της παιδικής συνείδησης και τη σκοπιά του ώριμου αφηγητή.
- ο διάλογος γιου – μάνας όταν αυτός ξενιτεύεται σε ηλικία 10 χρονών: «Μη κλαίγης μητέρα … δε δύναται να θρέψη».

4) Οι γλωσσικές επιλογές του παιδιού ή εφήβου λόγω του συναισθηματισμού που τον διακατέχει, χαρακτηρίζονται από αυθορμητισμό και λαϊκές φόρμες. Σε αντίθεση, οι γλωσσικές επιλογές του ώριμου χαρακτηρίζονται από λόγιους και αρχαιοπρεπείς τύπους. Υπάρχει στο κείμενο μια γλωσσική ποικιλία και όχι διγλωσσία, με παράλληλη παρουσία της δημοτικής και της καθαρεύουσας (η κυρίως αφήγηση σε καθαρεύουσα, οι διάλογοι σε δημοτική). Χαρακτηριστική είναι και η χρήση ιδιωτισμών (δες και Συμπεράσματα – Η γλώσσα).

5) – «Αφ’ ότου απέθανεν ο πατήρ μας … πολύτεκνον μητέρα»: η χήρα δεν μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερα μετά το θάνατο του άντρα της παρά μόνον αν ήταν πολύτεκνη. Ο λόγος που η Δεσποινιώ δε βγαίνει, παρ’ ότι πολύτεκνη, ήταν λόγω της αυστηρότητας των αρχών με τις οποίες είχε μεγαλώσει.
- «Πολλοί είχον κατηγορήσει … πολύ νέα»: πολλοί την κατηγόρησαν επειδή θρηνούσε χαμηλόφωνα και όχι μεγαλόφωνα, αυτή όμως το έκανε από σεμνότητα.
- Η κοινωνική εικόνα είναι πιο σημαντική από τον προσωπικό πόνο, καθώς όταν καταλαβαίνει ότι έχει σκοτώσει το παιδί της, ο άντρας της της κλείνει το στόμα για να μην ακουστούν οι φωνές της.
- Επιπλέον, μόνο τα αγόρια ονομάζονταν παιδιά, ενώ η γυναίκα έπαιρνε το όνομα του άνδρα της: Δεσποινιώ η Μιχαλιέσσα.
Βέβαια υπάρχουν και θετικά στοιχεία στη συμπεριφορά απέναντι στη γυναίκα: εξωτερική δουλειά, υιοθεσία, διασκέδαση με τον άνδρα της, σεβασμός από τα παιδιά της. Η στάση της Δεσποινιώς απέναντι στον κοινωνικό έλεγχο είναι στάση συμμόρφωσης και συμβιβασμού εκτός από την περίπτωση που αρρώστησε η Αννιώ και βγήκε από το σπίτι για να τη σώσει, αφήνοντας κατά μέρος τη ντροπή.

6) Το αρχικό μοιραίο γεγονός είναι το ότι η μητέρα πλάκωσε ακούσια στον ύπνο της το κοριτσάκι της, βρέφος ακόμα, το οποίο πέθανε από ασφυξία. Αυτό το γεγονός προκαλεί ποικίλες δραματικές καταστάσεις λόγω των τύψεων της μάνας και της ανάγκης της για λύτρωση. Αυτές οι καταστάσεις αφορούν τόσο το θάνατο της Αννιώς, όσο και τις υιοθεσίες των ξένων κοριτσιών. Επίσης, ως συνέπεια, έρχονται τα συναισθήματα των αγοριών που τους φέρνουν σε σύγκρουση με τη μάνα τους, καθώς αυτή δείχνει ιδιαίτερη αγάπη για τα υιοθετημένα κορίτσια. Ειδική αναφορά μπορεί να γίνει για τη στάση του αφηγητή μετά την προσευχή της μητέρας στην εκκλησία.

7) α) Η μητέρα θεωρεί ότι κάθε κακό που τη βρίσκει στη ζωή της είναι θεϊκή τιμωρία για το «αμάρτημά» της. Επιπλέον, επιτείνει αυτή την αίσθηση με πράξεις αυτοτιμωρίας, υιοθετώντας ξένα κορίτσια για να βασανίζεται αλλά και για να απαλλαγεί από τις τύψεις. Άρα πρόκειται πραγματικά για πράξεις εξιλέωσης απέναντι στο Θεό και στον εαυτό της.
     β) Μετά την συνάντηση με τον Πατριάρχη, η μητέρα φαίνεται ευχαριστημένη και προσωρινά ήρεμη, όμως σε λίγο, με τα τελευταία λόγια της, θα φανεί ότι στη συνείδησή της υπάρχουν ακόμα τύψεις και ενοχές και η πληγή της ψυχής της είναι τόσο μεγάλη που δεν επουλώνεται.
     γ) Στη συνείδηση του αναγνώστη η μητέρα δεν είναι ενοχοποιημένη, αφού όλα προήλθαν από ένα ατύχημα. Ωστόσο, το γεγονός και μόνο ότι η ενοχή της θα τη συνοδέψει μέχρι και το θάνατό της, αποτελεί τη μεγαλύτερη τιμωρία που τη εξιλεώνει στη συνείδησή μας.

8) Το διήγημα βασίζεται σε αυτοβιογραφικά στοιχεία τα οποία αναπλάθονται και συνιστούν πραγματικά στοιχεία της ζωής του συγγραφέα. Το αφηγηματικό αυτό υλικό όμως δεν περιορίζεται σε ατομικά γεγονότα αλλά διευρύνεται και παρουσιάζεται με τη σημασία που έχει για κάθε άνθρωπο. Η γενίκευση των καταστάσεων είναι στοιχείο της τεχνικής του Βιζυηνού, καθώς τα πρόσωπα και η συμπεριφορά τους αποκτούν σημασία που αφορά τους ανθρώπους σε όλες τις εποχές.

9) α) Οι πρώτες νύξεις για την κατάσταση της Αννιώς δίνονται με τις φράσεις: «Η Αννιώ ήτο κατά δυστυχίαν ανέκαθεν καχεκτική και φιλάσθενος» και λίγο παρακάτω «η προς ημάς τρυφερότης του κορασίου, αντί να ελαττούται προ»ιούσης της ασθενείας, απεναντίας ηύξανεν». Η εξέλιξη όμως της ασθένειας της Αννιώς δίνεται ολοκληρωμένα με τη φράση – κλειδί: «η ασθένεια της Αννιώς ολοέν εδεινούτο». Οι παραλλαγές της φράσης είναι:
- «η κατάσταση της Αννιώς έβαινεν αργά μεν και απαρατηρήτως, αλλ’ ολονέν επί τα χείρω».
- «η κατάστασις της ασθενούς εδεινούτο»
- «το παιδίον εχειροτέρευεν αδιακόπως»
- «η ασθένεια της πτωχής μας αδελφής ήτον ανίατος».
β) Η λειτουργικότητα της φράσης εντοπίζεται τόσο σε επίπεδο περιεχομένου, αφού δείχνει τα στάδια εξέλιξης της αρρώστιας και κλιμακώνει τη δραματική ένταση, όσο και σε επίπεδο δομής, αφού λειτουργεί συνδετικά ανάμεσα στις θεματικές ενότητες που καταγράφουν τις αντιδράσεις της μάνας απέναντι στην επιδείνωση της κατάστασης.

10) Αρχικά, η προσευχή αυτή της μάνας δημιουργεί στην ψυχή του αφηγητή τρόμο και φόβο, διότι νιώθει άμεσα την απειλή του θανάτου. Γι’ αυτό και φεύγει πανικόβλητος από την εκκλησία, νιώθοντας ότι κάποιος τον κυνηγάει. Όταν ανακτά την ψυχραιμία του, καταλαμβάνεται από πικρία και παράπονο, καθώς διαπιστώνει ότι η μητέρα του δεν τον αγαπά, την ίδια στιγμή που αυτός κατά το παρελθόν ήταν άψογος απέναντί της.

11) α) Η ειρωνική απόχρωση στη «φωνή» του αφηγητή διακρίνεται κυρίως στην παρουσίαση κάποιων δευτερευόντων χαρακτήρων: στην παρουσίαση του κουρέα – ψευτογιατρού, στην περιγραφή του Γύφτου – ραψωδού, στο «αγιασμένο νερό» που έμελλε να γιατρέψει την Αννιώ, στις διαβεβαιώσεις της μαμής ότι το παιδί θα είναι κορίτσι, στα λόγια της μητέρας μετά την εξομολόγησή της από τον Πατριάρχη (λανθάνουσα ειρωνεία).
      β) Ο αφηγητής χρησιμοποιεί την ειρωνεία κυρίως για να αποφορτίσει το κλίμα και να εκτονώσει συγκινησιακά την ιστορία.

12) Η μητέρα και ο αφηγητής είναι πολυσύνθετοι και πολυδιάστατοι χαρακτήρες γι’αυτό και η δυσκολία στην εξασφάλιση της αληθοφάνειάς τους είναι μεγαλύτερη. Στον αφηγητή, η αληθοφάνεια εξασφαλίζεται με την οπτική γωνία του ώριμου και την οπτική γωνία του παιδιού. Η μια οπτική παρεμβάλλεται μέσα στην άλλη και έτσι η πολύπλοκη ψυχοσύνθεση του αφηγητή μπαίνει στη σωστή βάση.
Η αληθοφάνεια στην περίπτωση της μάνας επιτυγχάνεται με το δυναμισμό που τη διακρίνει, την αυθεντικότητα και τον αυθορμητισμό της. Σημαντικό ρόλο παίζει και ο λόγος της μητέρας, προσαρμοσμένος στα δεδομένα της.

13) Τα θεατρικά στοιχεία του κειμένου είναι:
- η συμμετοχή πολλών προσώπων
- ο διάλογος
- η εναλλαγή των σκηνών και των χώρων
- οι αυτοτελείς ενότητες

14) Διακρίνεται πράγματι μια αντίθεση ανάμεσα στον κλειστό και στον ανοιχτό χώρο, η οποία μάλιστα γίνεται πιο έντονη μέσα από τη διαδοχή αυτών των χώρων. Συγκεκριμένα, η εναλλαγή των χώρων σχετίζεται: αρχικά με την εκκλησία που δημιουργεί φόβο στον αφηγητή και σε συνδυασμό με την προσευχή της μάνας καταφεύγει στον ανοιχτό χώρο όπου αισθάνεται ανακούφιση. Στη συνέχεια με τη σκηνή στο σπίτι όπου η μητέρα καλεί το πνεύμα του πατέρα και ο αφηγητής αισθάνεται το θάνατο γύρω του και με την ανάμνηση δραπετεύει στον ανοιχτό χώρο, φέρνοντας στο μυαλό του το Γύφτο που συνέθεσε το μοιρολόγι του πατέρα του. Αντίθεση έχουμε και στη σκηνή του γλεντιού του πατέρα και της μάνας στο γάμο, σκηνή που λαμβάνει χώρα στην ύπαιθρο και η οποία αντικαθίσταται από τη σκηνή του «πλακώματος» του παιδιού στο σπίτι – κλειστός χώρος. Είναι φανερό ότι ο κλειστός χώρος είναι χώρος συγκρούσεων, δραματικών εντάσεων και θανάτου, ενώ ο ανοικτός χώρος είναι χώρος εκτόνωσης, ανάμνησης και περισυλλογής.

15) Οι υπαινιγμοί βρίσκονται σε δύο σημεία: α) στη διάρκεια της προσευχής στην εκκλησία: «Ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου και εβάλθηκες να μου πάρης το παιδί, για να με τιμωρήσης». β) λίγο πριν αρχίσει την αποκάλυψη του μυστικού: «Η αμαρτία μου, βλέπεις, δεν εσώθηκεν ακόμη».

16) Ο αφηγητής – πρόσωπο του Βιζυηνού απέχει εξίσου από τον αφηγητή – παντογνώστη και τον αφηγητή – πρωταγωνιστή. Αυτό επιτυγχάνεται με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση από έναν αφηγητή ομοδιηγητικό (συμμετέχει στη δράση) που η αφηγηματική του σκοπιά δεν είναι τόσο περιορισμένη ώστε να εξιστορεί μόνο όσα γνωρίζει ως πρόσωπο (εσωτερική εστίαση) ούτε όμως τόσο απεριόριστη ώστε να γνωρίζει ακόμα και όλες τις σκέψεις των χαρακτήρων (μηδενική εστίαση). Η ίση αυτή απόσταση επιτυγχάνεται με την τεχνική της σκηνικής μεθόδου (ο συγγραφέας καλύπτει την παρουσία του αφηγητή και παρουσιάζει τη δράση με σκηνική αναπαράσταση, χρησιμοποιώντας διάλογο και δίνει την ψευδαίσθηση στον αναγνώστη ότι δεν ακούσει μια φωνή που διηγείται αλλά ότι ο ίδιος είναι παρών στα γεγονότα) και την τεχνική του ελεύθερου πλάγιου λόγου («Επί πολύν χρόνον … ξύλον απελέκητον» (σελ. 139, «Το τελευταίον τούτο … μετ’ολίγον μετέβαλε γνώμην» (σελ. 127-128), «Όλος ο κόσμος το έλεγεν … πώς αισθάνεται τον εαυτόν της» (σελ. 129-130).

17) Αναδρομικές αφηγήσεις:
- Στο επεισόδιο της προσευχής της μάνας ο Γιώργης φέρνει στο νου του το παρελθόν για να δείξει ότι ήταν άψογος απέναντί της.
- Στη σύνθεση του μοιρολογιού για τον πατέρα από τον Γύφτο.
- Στο νερό – αγιασμό που το συνήθιζε η μητέρα από παλιά.
- Η αναδρομή στο σιωπηλό θρήνο της μάνας κατά το θάνατο του πατέρα.
- Η οικονομική ανέχεια της οικογένειας λόγω των εξόδων για τη θεραπεία.
- Το επεισόδιο με τη μητέρα που σώζει από πνιγμό τον Γιώργη.
- Η αποκάλυψη του μυστικού.

Πρόδρομες αφηγήσεις:
- Η αναχώρηση του Γιώργη για τα ξένα.
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου