Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Απόψεις για τον Γιώργο Ιωάννου

« Ο Γιώργος Ιωάννου κομίζει ένα νέο «είδος» στην πεζογραφία μας
και έναν νέο ( δικό του) τρόπο ομιλίας. Το νέο είδος είναι
το μικρό αφήγημα, που σε μερικές περιπτώσεις γίνεται διήγημα
και σε κάποιες άλλες τείνει μάλλον προς το χρονογράφημα,
συνήθως «μεικτό» είδος αλλά πεζογραφικά νόμιμο,
χάρη στην τέχνη της ύφανσής του. Τόποι και τύποι ανθρώπινοι,
παλιότεροι και σύγχρονοι, γωνιές και μνήμες της Θεσσαλονίκης
και της Ανατολής, καημοί της προσφυγιάς, της Κατοχής
και του κυνηγημένου έρωτα, σκηνές ζωής και ιστορίας,
εμπειρίες και μαρτυρίες, περιγραφές, σκέψεις, σχόλια και «διδαχές»
διαποτίζουν τα κείμενά του. Ξεκινάει συνήθως από ένα απλό
περιστατικό που ανοίγει και απλώνεται, όπως ανοίγουν
το φύλλο οι νοικοκυρές. Η παρατήρηση ξυπνάει την ανάμνηση,
συναντά την ιστορία, διαπλέκεται με το στοχασμό,
προχωρεί συνειρμικά, συντίθεται σε γοητευτική αφήγηση,
περιγραφική, σχολιασμένη, συγκινημένη.
Αυτό είναι το μικρό αφήγημα, το είδος που καλλιέργησε ο Ιωάννου.
Η τεχνική δεν αλλάζει σε αφηγήματα μεγαλύτερης έκτασης.
Η ομιλία του είναι σε πρώτο πρόσωπο. Ο αφηγητής μιλάει μόνος του,
εις εαυτόν, σαν να μην ακούγεται. Παίρνει την αφόρμηση απέξω
και αμέσως στρέφεται προς τα μέσα, βυθίζεται και ξαναβγαίνει
στην επιφάνεια, παίρνει ανάσα και ξαναβουτάει μετατοπίζοντας
συνεχώς την εστία της ματιάς και του λόγου και αποτυπώνοντας
γεγονότα και καταστάσεις. Η εξωτερική απλότητα με το ρυθμό
και τη χάρη της προφορικότητας αποκαλύπτει τη συγκίνηση,
με τρόπο ελεγχόμενο και ποιητικά αφαιρετικό.
Στον εξομολογητικό τόνο της ομιλίας του το σοβαρό συχνά
συνδέεται με το αστείο, η αναφορά με τον υπαινιγμό
και το υποδόριο χιούμορ, ενώ η γλωσσική ευστοχία και ακρίβεια
ενισχύουν την αμεσότητα και την καθαρότητα της ομιλίας
σε μια γραφή μοντέρνα και παραδοσιακή μαζί.
(…) η αισθητηριακή εμπειρία κινητοποιεί τη συγκίνηση, τη μνήμη,
το στοχασμό και τον εσωτερικό μονόλογο του ομιλούντος υποκειμένου,
του αυτοδιηγητικού αφηγητή, ταυτισμένου με το συγγραφέα
και με τον «ήρωα» της αφηγηματικής πράξης».
(Κώστας Μπαλάσκας,  «Ξενάγηση στη νεοελληνική πεζογραφία»)

" Μια ευσέβεια για τα πράγματα και μια ευλάβεια για τους ανθρώπους διαποτίζουν το έργο του (…) Ο ίδιος βλέπει τα εγκόσμια με χιούμορ, αυτοσαρκασμό, μέσα σε μια φοβερή μοναξιά και ένα διαρκή φόβο του θανάτου, αυτής της δύσκολης ώρας, για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο από ένα τελευταίο του διήγημα."
 (Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος - 18.02.1985, ΕΡΤ2 )

"Πολύ λίγα απ' αυτά τα πεζογραφήματα φέρουν τα γνωρίσματα του διηγήματος. Συνήθως αναπτύσσονται και ακούγονται, όπως η χαμηλόφωνη εξομολόγηση κάποιου γνωστού σου μέσα στη σιγαλιά της νύχτας. Κατά κανόνα, τα πεζογραφήματα αυτά είναι κατορθώματα μιας φαινομενικά φυσικής κι αβίαστης γραφής, που όμως συγκαλύπτει με πολύ μεγάλη τέχνη την επίπονη και επίμοχθη επεξεργασία"
( Αλέξανδρος Κοτζιάς- 18.02.1985, ΕΡΤ2 )

"Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος έγραφε χωρίς λογοτεχνικούς τρόπους, δηλαδή, έγραφε εκ βαθέων και με τρόπο που πολλές φορές μπορούσε να τον εκλάβει κανείς ως δημοσιογραφικό (…). Ο Ιωάννου είναι ένας κοινωνικός συγγραφέας, κατεξοχήν, ένας καταγραφέας αυτών που συνέβαιναν και συμβαίνουν στη Θεσσαλονίκη (…) "
( Μένης Κουμανταρέας- 18.02.1985, ΕΡΤ2 )

 «Δεν υπάρχει άλλο γιατρικό από την εξομολόγηση», σημειώνει κάπου ο Ιωάννου, που έγραφε για να λυτρωθεί. Το έργο του είναι μια θερμή ανθρώπινη φωνή, μια χαμηλόφωνη οικεία κουβέντα, για τα έλκη του έσω και του έξω κόσμου.

Πεζογραφία βιωματικής γλώσσας, κάτι μεταξύ δοκιμίου και αφηγήματος, έντονη στο ρεαλισμό της, συγκλονιστική στην ευθυβολία της είναι κατά το Λϊνο Πολίτη τα γραπτά του Ιωάννου, που απόρριπτε μύθο, πλοκή, πρόσωπα. Επιδιώκει ανόθευτη επαφή με τα πράγματα, με την ανθρώπινη μοίρα. (…)

Συνεχείς αφηγήσεις, χωρίς διάλογο, από εξομολογήσεις, από βιώματα, από σχόλια, από χρονικά, όπου προέχει συχνότατα το υποκειμενικό στοιχείο, η προσωπικότητα του συγγραφέα. (…) Η αφήγησή του, σφραγισμένη από τις οδυνηρές εμπειρίες του '40 - '50, είναι ζυμωμένη με τον ιδρώτα, τη μυρωδιά, τη γεύση της ζωής και δοσμένη με επίμοχθη, ψιλοδουλεμένη φράση, γράφει ο Αλέξανδρος Κοτζιάς.

Έδωσε, καθώς ο ίδιος έλεγε, τον παλμό της ζωής, την υπόκρουση του σημερινού κόσμου και την ανάσα του αγωνιώντος ανθρώπου.(…) Η ανθρωπιά στο περιεχόμενο και η απλότητα στη μορφή, χαρακτηρίζουν, κατά τον Απόστολο Σαχίνη, το έργο του Ιωάννου. Του Ιωάννου που πλησιάζει τον άνθρωπο πότε με συγκίνηση και πότε με χιούμορ. Ουσία των αφηγημάτων του η αγάπη και η κατανόηση του ανθρώπου, των καημών και του πόνου του, της λαχτάρας του. Η νεοελληνική πραγματικότητα βρίσκεται στο επίκεντρο των βιβλίων του Γιώργου Ιωάννου. (…)
Τα κείμενα είναι σφραγισμένα από μια βαθύτερη ευγένεια. Μέσα από τις αναμνήσεις του διοχετεύει τις απόψεις του, τις κρίσεις του, τις προτιμήσεις του τις εντυπώσεις του από τη ζωή. Αλλά είχε το χάρισμα να μετουσιώνει τα πιο ασήμαντα προσωπικά περιστατικά σε γνήσια τέχνη, καθώς αναγνώρισε η κριτική."
( Βαγγέλης Ψυράκης-24.02.1985, ΕΡΤ1)


Η Θεσσαλονίκη αποτελεί πηγή έμπνευσης και αντικείμενο εξύμνησης. Ο Ιωάννου την αποκαλεί γενέτειρα και τρέφει παθολογική αγάπη γι' αυτή. Επισημαίνει το κοσμοπολίτικο και πολυπολιτισμικό χρώμα της πόλης, που οφείλεται στην ιδιαιτερότητα των κατοίκων της, κυρίως των προσφύγων. Επιμένει στον ιστορικό χώρο τονίζοντας τη σημασία της Θεσσαλονίκης κατά τη βυζαντινή περίοδο.

"Το ανατολίτικο χρώμα της θεσσαλονίκης με το "χαμάμι", το "καφεσαντάν"κτλ, οι περιθωριακοί κι ο υπόκοσμος του Παλιού Σταθμού και άλλων χώρων, τα διάφορα παρα-επαγγέλματα της "φτωχομάνας",
το κοινό των λαϊκών σινεμά και οι λόγοι συνωστισμού σ' αυτά, οι ξεπεσμένοι μικρασιάτες άρχοντες και η κοινωνική αλλαγή την οποία υπέστησαν και επέφεραν, οι νέες βιοτεχνίες με τους πρόσφυγες, η αρχιτεκτονική των σπιτιών κτλ αποτελούν ζητήματα που παρουσιάζουν σοβαρό ενδιαφέρον για τον ερευνητή. Όπως επίσης σοβαρό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αντιπαράθεση των δύο κόσμων - του παλαιού και του νέου - που σαν θέμα προβάλλεται και από πολλούς άλλους σύγχρονους συγγραφείς".
( Θανάσης Σπήλιας  «Η Θεσσαλονίκη στο έργο του Γ.Ι", περ. Φιλόλογος, τ. 72»)

"Ο χώρος στα πεζογραφήματα του Ιωάννου είναι αναμφισβήτητα ένας βιωμένος χώρος. Ο χώρος, όμως, είναι το κατάλυμα του χρόνου. Που σημαίνει ότι ο βιωμένος χώρος συσσωματώνει και τον αντίστοιχο βιωμένο χρόνο. Η περιπλάνηση σ' αυτό τον αξεδιάλυτο χωροχρόνο πραγματώνεται μέσω της ανάμνησης. Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου είναι πρωταρχικά μια πόλη της μνήμης. Μέσω αυτής ο αφηγητής περιπλανάται στο χώρο και το χρόνο της. Το ταξίδι, άλλωστε, στο χρόνο (παρελθόν) είναι ουσιαστικά πάλι "ταξίδι στο χώρο". Ο αφηγητής, τον οποίο υποδύεται ο συγγραφέας, βλέπει την πόλη καθώς περιπλανάται σ' αυτή. Η οπτική του, οπτική ενός πλάνητα, δεν είναι παρά ενός ενήλικα, ο οποίος επιζητά ν' ανασυνθέσει τη χαμένη πόλη, τη χαμένη νιότη, τη χαμένη παιδικότητα και αθωότητα. Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη της αναζήτησης του "χαμένου χρόνου". Άλλωστε, ο ίδιος ο συγγραφέας έχει ομολογήσει πως "με τα κείμενα αυτά προσπαθώ περισσότερο το χρόνο να αιχμαλωτίσω κι όχι τον τόπο "., προχωρώντας στην επεξήγηση ότι "πόλεις βρίσκονται στο εντελώς πρώτο επίπεδο, ενώ εγώ σκοπεύω πολύ παρακάτω. Αυτό σημαίνει πως οι χώροι οι οποίοι εμφανίζονται στα κείμενα, όπως τους ανασυνθέτει ο αφηγητής μέσω της μνήμης του, είναι χώροι οι οποίοι λειτουργούν μεταφορικά με συνδηλώσεις, έτσι που να μετατρέπονται σε χώρους ποιητικούς.

(…) Το εγώ του αφηγητή μειώνει την ένταση της παρουσίας της πόλης, μιας και την αντιμετωπίζει και πάλι ως πρόφαση για τις διαθέσεις και εξομολογήσεις του, με αποτέλεσμα η πόλη να μετατρέπεται σε χώρο υποδοχής κάποιων οριακών, ψυχολογικών καταστάσεων του αφηγητή.(…) Δεν διασχίζει τους χώρους για να τους περιγράψει, αλλά για να αισθανθεί εκείνα τα βιώματα τα οποία οι χώροι αυτοί ανακαλούν στη μνήμη του. Λειτουργούν, δηλαδή, διάφορα σημεία της πόλης ως "δρομοδείκτες της μνήμης". (…) Βλέπουμε τον αφηγητή να περιπλανάται μόνος στους δρόμους της πόλης, παρατηρώντας και αποθησαυρίζοντας βλέμματα, χειρονομίες, κινήσεις. Η νωχέλεια και ο αργός ρυθμός της κίνησής του συμβαδίζουν με την έκπληξη με την οποία αντικρίζει τα πράγματα γύρω του (…) Προσωπική ιστορία και ιστορημένη πόλη συμπλέουν, φωτίζοντας η μια την άλλη. [Πολλές φορές] οι χώροι της εμφανίζονται ως σημεία απώλειας και θανάτου"
 (Έλενα  Χουζούρη  «Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου, περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο»)

"Κάθε φορά που απολαμβάνω κάποιο από τα κείμενά του, εδραιώνεται μέσα μου ακόμα περισσότερο η πεποίθηση πως ο Ιωάννου γράφει κυρίως για τον εαυτό του, για την ψυχή του. Επειδή όμως συμμετέχει και ο ίδιος στο κοινωνικό γίγνεσθαι και μοιράζεται με άλλους τις αγωνίες της εποχής του, μιλά τελικά γνήσια για όλους αντλώντας από τον εαυτό του".
 "Εξετάζοντας τη θεματική των έργων του και μελετώντας τα υφολογικά χαρακτηριστικά τους, θα στεκόμασταν στην απόλυτη προσήλωσή του στη Θεσσαλονίκη και στις ιδιαίτερες στιγμές των κατοίκων της που αντανακλούν συνειρμικά προσωπικές εντυπώσεις".
"Συχνά μάλιστα προκαλείται το απροσδόκητο και το ασυνήθιστο μέσα στις πιο συμβατικές καταστάσεις".
 "Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου βασίζονται στην ανάμνηση και στην παρατήρηση".
 "Σε καμία όμως περίπτωση δεν γράφει ημερολόγιο ή χρονικό εποχής, τον απασχολεί περισσότερο η εσωτερική σύνδεση που θα κάνει, πώς θα καταφέρει στα γεγονότα".
 "Ο Ιωάννου αποστρέφεται τη σύγχρονη κοινωνία, γι’ αυτό και της ασκεί έντονη κριτική. Συχνά μας παρουσιάζει εικόνες μεγαλούπολης, στην οποία κυριαρχούν η μοναξιά, η αδιαφορία, η υποκρισία".
"Παράλληλα με τα εξωτερικά συμβάντα καταθέτει και τα όσα συμβαίνουν στη συνείδησή του ως εσωτερικές αντιδράσεις και διαχέονται μέσα από την ατμόσφαιρα της πόλης. Η περιπλάνηση μέσα στην πόλη αποτελεί πολλές φορές ένα μέσο αυτοεξομολόγησης και αυτογνωσίας".
 "Η δεσπόζουσα του έργου του (…) είναι το χιούμορ, το υπόγειο, το μελαγχολικό, αυτό που εκφράζει θλιμμένο παράπονο, που ξεκινά από το λογοπαίγνιο και καταλήγει ως το σαρκασμό του εαυτού του και των άλλων".

(Λέων Ναρ:  «Με τον ρυθμό της ψυχής»)

Η Θεσσαλονίκη που έζησε ο Γ. Ιωάννου


http://www.wow.gr/projects/thessaloniki/index.htm > επιλογή χρονικής περιόδου > 1922-1925
Με το τέλος της προβολής επιλέξτε «Αποκατάσταση των προσφύγων» και «Η πόλη στο μεσοπόλεμο»

Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου


«Για να εισχωρήσεις στην πόλη της Θεσσαλονίκης ερχόμενος από το Σταθμό, ανάγκη, σχεδόν απόλυτη, να περάσεις από την ερωτική πλατεία Βαρδαρίου, κάτι ανάλογο μα πολύ ευπρεπέστερο από την Ομόνοια, την οποία, άλλωστε, δεν είναι καθόλου απαραίτητο να διασχίσεις μπαίνοντας στην Αθήνα. Φτάνοντας με το τραίνο ή τη φαντασία μου στη Σαλονίκη τραβάω, μέσα από την Εγνατία, φυσικά, πάντοτε για το ψηλό σπίτι, όπου έζησα είκοσι πέντε χρόνια, το καλύτερο ψαχνό της ζωής μου, εκεί παραδίπλα στην πλατεία Χαλκέων και ας μην καθόμαστε πια σ’ αυτό, ας μην έχω κλειδί για ν’ ανοίξω την πόρτα, πίσω απ’ την οποία άλλοι τώρα αναπνέουν (…) »
«Το Βαρδάρι είναι χώρος ερωτικός, όλες τις ώρες της ημέρας, μα πιο πολύ το απόβραδο Τη νύχτα ερημώνει σχεδόν ή μάλλον τα πεζοδρόμιά του γίνονται απλά περάσματα»


«Είμαι θρήσκος και θέλω αυτό να το ομολογήσω στο πρώτο πρόσωπο. Φίλοι με θρησκευτική βαθύτητα με βρίσκουν ελαφρό στα θρησκευτικά μου. Αλλά ελαφρός ξελαφρός, είμαι πολύ σταθερός σ΄ αυτά μου τα ρηχά ίσως αισθήματα. Πάντα, όταν φέρνω στο νου μου αυτή την προστατευτική ομπρέλα των δέντρων, με το φίνο άρωμα, προχωρώ και πηγαίνω σε μια εκκλησία. Φυσικά μόνον σε εκκλησία βυζαντινή. Προτιμώ την Αχειροποίητο, αλλά μου αρέσει και η Αγία Σοφία. Οι μικρές, όπως η Παναγία Χαλκέων, οι Άγιοι Απόστολοι, με καταπιέζουν, δεν μπορώ. Βυθίζομαι μες στην εκκλησία και προσπαθώ να συλλάβω το θεό. Το θεό και την πατρίδα σκέφτομαι. Αν ξαναγυρίσω σ’ αυτή την πόλη, θα ξαναγυρίσω για τις βυζαντινές εκκλησίες της – καταδυτικές συσκευές πρώτης τάξεως.»

«Όλοι θυμόμαστε ή γνωρίζουμε την παλιά μορφή της Θεσσαλονίκης, που είχε διατηρηθεί στην Πάνω Πόλη, αλλά και στις συνοικίες τις επάνω από την Αχειροποίητο, τον Άγιο Θανάση και την Καμάρα, σχεδόν αναλλοίωτη μέχρι τη δεκαετία του ’50. Και σήμερα ακόμα υπάρχουν τμήματα, που μας δίνουν σαφή εικόνα εκείνης της εποχής. Η παλιά αρχιτεκτονική και ρυμοτομική μορφή της Θεσσαλονίκης ήταν ιδιαίτερα γραφική (…)»

«Τα παλιά σπίτια, τα καμωμένα κατά τη βυζαντινή παράδοση, μερικά μάλιστα γνησίως βυζαντινά, υποκαταστάθηκαν από απρόσωπες πολυκατοικίες, άσχημες και όμοιες σχεδόν η μία με την άλλη, χωρίς ίχνος ελεύθερου χώρου, χωρίς ίχνος σχέσης, εξωτερικής μορφικής σχέσης, με ό,τι υποκατέστησαν ή με τον τόπο στον οποίο ανηγέρθησαν. Εκτός από τα σπίτια της οδού Αριστοτέλους

« Εγώ, τελευταία, έρχομαι από την Αθήνα σπάνια και πού και μάλιστα για πολύ λίγο. Ξαφνιάζομαι, λοιπόν, ευχάριστα ή δυσάρεστα με διάφορα πράγματα, που έχουν στο μεταξύ γίνει ή αλλάξει. Ένα που με ξαφνιάζει πάντοτε ευχάριστα, είναι τα δέντρα της Θεσσαλονίκης. Δεν είναι μονάχα πολύ περισσότερα από εκείνα της πρωτεύουσας, αλλά είναι και ιδιαίτερα θαλερά. Αυτό σου δημιουργεί αμέσως μια ευχάριστη, μια αισιόδοξη εντύπωση για την πόλη και τους κατοίκους της. Παλαιότερα όμως δε συνέβαινε αυτό με τις δεντροστοιχίες της Θεσσαλονίκης. Δεν έδιναν αυτή την εντύπωση. Και ο λόγος ήταν ότι συνήθιζαν να κλαδεύουν αγρίως τα δέντρα. Τέτοια ήταν η μόδα…Τώρα που τα άφησαν ήσυχα, έχουν δημιουργηθεί δρόμοι και γωνιές μοναδικοί στην Ελλάδα. Δεν ξέρω πόσοι το έχουν προσέξει, αλλά εκείνο το μικρό πάρκο, το πάρκο του Αγίου Νέστορος θα έλεγα, γιατί εκεί περίπου πρέπει να βρισκόταν το αφιερωμένο σ’ αυτόν χτίσμα-εκείνο, λοιπόν, το πάρκο, που απλώνεται μπροστά από τον Άγιο Δημήτριο, είναι εξαίρετο και διαθέτει δέντρα και σκιές, που ούτε και στα πιο χλοερά χωριά δεν τα βρίσκεις. Η θαλερότητα των δέντρων του κάθε φορά με εκπλήττει.
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης διακρινόταν πάντοτε για τα εξαίρετα δέντρα που φύτευε στους δρόμους. Πολλές μιμόζες, πάρα πολλές ακακίες Κωνσταντινουπόλεως, με κείνα τα ροζέ ωσάν πινέλα άνθη τους, πολλά δέντρα του Ιούδα, αλλά εκείνα τα άλλα με τα πλατιά μωβ λουλούδια, που από την πρώτη στιγμή τους μοιάζουν σαν αποξηραμένα. Απ’ό,τι θυμάμαι πάντοτε είχαμε μιμόζες και ακακίες Κωνσταντινουπόλεως. Όσο για τις κοινές ακακίες, αυτές πάντοτε έπνιγαν την πόλη στο λουλούδι και στο άρωμα. Ιβίσκους όμως που να φυτρώνουν σαν δέντρα στους δρόμους δεν έχουμε. Ούτε νερατζιές. Δεν τα σηκώνει το κλίμα. Τα δέντρα αυτά τώρα μας κάνουν μεγάλη εντύπωση, γιατί πρώτα τα κουρεύανε και δε φαντάζαν. Με τα δέντρα συμβαίνει εντελώς το αντίθετο απ’ ό,τι με τους ανθρώπους ακούρευτα γίνονται ωραιότερα.
Η Αθήνα σήμερα δεν έχει δρόμο σαν την Τσιμισκή της Θεσσαλονίκης, που όταν το 1971 έφυγα ήταν ένας τυπικός, νοικοκυρεμένος και κομψός δρόμος μαγαζιών και γραφείων. Σήμερα τη βλέπεις και δεν την αναγνωρίζεις, ακριβώς από τα δέντρα αυτά που απλώθηκαν από πάνω της.
Αναπόσπαστα μέλη του σώματος της Θεσσαλονίκης είναι οι βυζαντινοί ναοί της και τα άλλα βυζαντινά κτίσματα. Για τα διεσπαρμένα αυτά ανά την πόλη κτίσματα, που όμως τη συνέχουν, δεν είναι ανάγκη να πούμε τίποτε άλλο, γιατί έχουν λεχθεί πολλά και ίσως σοφά».

«Στη Θεσσαλονίκη, ως γνωστόν, ο ήλιος ανατέλλει από τη μεριά που ορίζεται από τον Χορτιάτη και δύει πάνω από τις εκβολές των ποταμών, πίσω περίπου από τον Κίσσαβο. Αυτά, βέβαια, μέσα σ’ ένα τόξο ανάλογα με τις εποχές. Τα χρώματα και το φως της ανατολής είναι χρώματα ορεινά ή μάλλον ημιορεινά, καθώς τα όρη είναι πολύ μέτρια. Χρώματα απαλά, θέλω να πω, να δίνουν μια μάλλον δροσερή όψι προς τη μεριά της ανατολής. Η Θεσσαλονίκη δεν έχει βαριά χρωματισμένη ανατολή. Αντίθετα, έχει εξαιρετικά θεαματική δύση. Τα βουνά, πίσω από τα οποία δύει ο ήλιος, βρίσκονται πολύ μακριά, και εκτός αυτού έχουν μπροστά τους εκτάσεις μεγάλες με νερά, νερά της θάλασσας και νερά των ποταμών, που εκεί μεριά εκβάλλουν. Οι υδρατμοί τους, ακόμα και τις μέρες που δεν έχει συννεφιά, χρωματίζουν κατά τρόπο συναρπαστικό τον ορίζοντα. Αλλά το σπουδαιότερο μάλλον και το οποίο δίνει μια μυθική έννοια στην εικόνα της Θεσσαλονίκης είναι η αχλύς, η ελαφριά καταχνιά που πλανιέται»

Γιώργος Ιωάννου: «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» «Στου Κεμάλ το σπίτι»

Χαρακτηριστικά  και τεχνικές της γραφής του:
Ο Γιώργος Ιωάννου αγάπησε το συγκεκριμένο, ακολούθησε τον ρυθμό της ψυχής του, μίλησε καθαρά και κέρδισε τη λύ­τρωση περνώντας μέσα από τρομερές εσωτερικές πιέσεις, φοβίες και μοναξιές.
Όπως ο ίδιος έλεγε, έγραψε πρώτα για την ψυχή του. Τα κείμενα του μπορεί να βασίζονται σε βιώματα, όμως δεν είναι αυτοβιογραφικά. 
«Ξέρω να προσέχω, να αποθησαυρί­ζω, να διεισδύω και να πλάθω από το λίγο το πολύ. Από τη νύξη να φτάνω στην ολοκλήρωση», είχε πει το 1984 στον Αντώνη Φωστιέρη και στον Θανάση Νιάρχο.
 Οι ιστορίες του Γιώργου Ιωάννου δεν ακουμπούν σε έναν αφηγηματικό καμβά που να στηρίζε­ται σε μια πλοκή ή σε ένα μύθο. Μπορεί ο ίδιος να είναι παραμυθάς, και μάλιστα σπουδαίος, αλλά δεν είναι μυθο­πλάστης. Δεν κινεί πρόσωπα, δεν τα παρακολουθεί στην εξέλιξη τους. Τουλάχιστον όχι με τον παραδοσιακό πεζο­γραφικό τρόπο. Δεν είναι μυθιστοριογράφος. Εκείνος πίσω από το προσωπείο του χρονικογράφου μας ψιθυρίζει για τις μυστικές πλευρές μιας πόλης ή ενός ατόμου. Το άτομο αυτό δεν είναι ήρωας με την κλασική έννοια. Ο ήρωας στον Ιω­άννου είναι πάντα ένας: ο ίδιος. Ο εαυτός του. Ένας εαυτός που κινείται ράθυμα — άλλο ένα στοιχείο που διώχνει τον σημερινό αναγνώστη, τον εθισμένο στην ταχύτητα — και που εξομολογείται. Διαρκώς εξομολογείται και αυτοαναλύεται.
Εξετάζοντας συνολικά την πεζογραφία του Ιωάννου, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς παρατηρεί ,στη μελέτη του "Πεζογράφοι της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς'', πως τρία είναι τα ενοποιητικά της στοιχεία:
·        η εμπειρία του πολέμου, όπως αποτυπώνεται στη συνείδηση του συγγραφέα μέχρι το 1950, 
·        η παρουσία της Θεσσαλονίκης στα κείμενά του ως ζωτικού σκηνικού χώρου
·         το πρό­σωπο του αφηγητή του, που μιλάει κατά κανόνα σε πρώτο ενικό, χρησιμοποιώντας τον «άμορφο» συνειρμικό μονό­λογο. 
 Κοντά στην τελευταία παρατήρηση του Κοτζιά βρίσκεται και ο Γιώργος Αράγης όταν καταπιάνεται με τη σειρά του με το συνολικό έργο του Ιωάννου στην ανθολογία ''Η μεταπολεμική πεζογραφία ''των εκδόσεων Σοκόλη. Ο όρος στον οποίο καταφεύγει ο Αράγης προκειμένου να προσ­διορίσει τον ρόλο και τον τρόπο λειτουργίας του συγγραφι­κού εγώ ή του συγγραφικού προσώπου του Ιωάννου είναι,
      η μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση — μια αφήγηση στην οποία τα πάντα μας δίνονται από μία και μοναδική οπτική γωνία: μέσα από την όραση, τα συναισθήματα, τη σκέψη και την αίσθηση ενός μονάχα προσώπου.
     Ο κριτικός προ­σθέτει στα ενοποιητικά χαρακτηριστικά της τεχνικής του Ιωάννου δύο ακόμη παραμέτρους: τη διάσπαση του αφηγη­ματικού θέματος και τη σύνθεση του χρόνου
Με την πρώτη παράμετρο αναφέρεται στο γεγονός ότι το κάθε αφήγημα του Ιωάννου σχηματίζεται κατ' αρχάς από πολύ διαφορετι­κά μεταξύ τους θεματικά δεδομένα, τα οποία εντούτοις συ­γκλίνουν στην πορεία σε μιαν ενιαία (αδιαίρετη) ψυχική κα­τάσταση. Με τη δεύτερη παράμετρο ο Αράγης αναφέρεται σε κάτι το οποίο συμβαίνει κατά παρόμοιο τρόπο στη λει­τουργία του αφηγηματικού χρόνου, ο οποίος, αντί να κινεί­ται μονόδρομα, από το παρελθόν προς το παρόν ή από το παρόν προς το παρελθόν, αναπτύσσεται συνθετικά, με διαρ­κείς και ανάκατες μνημονικές ανακλήσεις (όταν ο αφηγητής είναι στο παρόν ανακαλεί το παρελθόν, αλλά και όταν με­ταβαίνει στο παρελθόν θυμάται το παρόν) και με συνεχή περάσματα από το ένα χρονικό επίπεδο στο άλλο.
Η τεχνική (ή τέχνη) του φενακισμού, σύμφωνα με τον Α. Κοτζιά ,
Ο εξομολογούμενος στα κρίσιμα σημεία υπεκφεύγει, κρατάει τον αναγνώστη σε απόσταση από τον μύχιο πυρήνα της ψυχής του, αφήνει μια απορία  μήπως τα όσα ειπώθηκαν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο του αφηγητή ,αλλά  τα χρησιμοποιεί  ως τεχνάσματα για να αφυπνίσει τη συνείδηση του αναγνώστη. Μετά από ατελείωτες εξομολογήσεις ο Ιωάννου- αφηγητής παραμένει για τον αναγνώστη πρόσωπο  μοναχικό και απρόσιτο. Συνεχής προβολή της εξομολογητικής προθυμίας και ταυτόχρονη άρση της.
η τεχνική του συγκερασμού: 
Η τεχνική του συγκερασμού υπάρχει στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς  με την αναφορά στην εκμετάλλευση των προσφύγων από τους εγκληματίες των γραφείων. Είναι συγκερασμός παρελθόντος/παρόντος, της παλιάς αίγλης των προγόνων και της τωρινής τους κατάστασης. Στου Κεμάλ το σπίτι υπάρχει ανάλογο παράδειγμα στην τελευταία ενότητα με την αναφορά στην καταστροφή του ψηφιδωτού. Συγκερασμός του παλιού με το νέο.

(Επιμέλεια Αγάθης Γεωργιάδη, από το «Φωτόδεντρο»)

Γ. Ιωάννου: "Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς"

Ο Γιώργος Ιωάννου γράφει μικρά κείμενα, καθιερώνοντας τον όρο «πεζογραφήματα» για τις μικροαφηγήσεις του, που έχουν συνήθως  τόνο εξομολογητικό. Με τα πεζογραφήματά του δεν αποσκοπεί στην πλοκή αλλά στην αναβίωση, μέσω της μνήμης και της παρατήρησης, ενός περιβάλλοντος, αυτό της Θεσσαλονίκης, που το συνθέτει με βασικό υλικό τα βιώματά του. Το ύφος του είναι προσωπικό και οι καταστάσεις αποτυπώνονται μέσα από την εξομολόγηση. Τα πεζογραφήματά του σχετίζονται  με τη ζωή του και παρουσιάζουν μια μεταπλασμένη ζωή, κάτι μεταξύ αυτοβιογραφικού και φανταστικού. Βασικός του στόχος είναι η καταγραφή της πραγματικότητας χωρίς να διστάζει να μιλά ωμά για τους υπεύθυνους των προβλημάτων της κοινωνίας. Το πεζογράφημά του Ιωάννου ανασυνθέτει περιστατικά και αναμνήσεις μέσα στον ορισμένο χώρο και χρόνο της αφήγησης. Τα πράγματα αποτυπώνονται με μέσο την εξομολόγηση, ο χαρακτήρας περνά σε δεύτερη μοίρα, ενώ η αφήγηση, που είναι πρωτοπρόσωπη, έχει χαρακτήρα καταγραφικό ή και χρονογραφικό.

Αφηγηματικές τεχνικές
1. Η μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση: αναφέρεται αποκλειστικά στην εσωτερική ζωή ενός μόνο προσώπου και τα υπόλοιπα αφηγηματικά πρόσωπα, αν υπάρχουν, δίνονται εξωτερικά. δηλ. τα ακούει ή ακούει να μιλούν άλλοι γι’ αυτά.
2. Τεχνική του διασπασμένου θέματος: το θέμα δεν παρουσιάζει ενότητα με την κλασική έννοια αρχής, μέσης και τέλους αλλά σχηματίζεται από θεματικές ψηφίδες που συνδέονται εσωτερικά μεταξύ τους. Τα κείμενά του αποτελούνται από στιγμιότυπα που τον εντυπωσίασαν ή τον σημάδεψαν με τρόπο που για να λυτρωθεί απ’ αυτά πρέπει να τα εξομολογηθεί.
3. Η σύνθεση του χρόνου των πεζογραφημάτων: σύνθεση διαφόρων χρονικών στιγμών (παρόντος – παρελθόντος).

Χαρακτηριστικά στοιχεία
1. υποβλητικότητα: θυμίζει την ανθρώπινη φωνή της καθημερινής ομιλίας
2. καθαρότητα: είναι αυθεντικός και γνήσιος μακριά από εντυπωσιασμούς και μελοδραματισμούς
3. εκφραστική ακρίβεια
Γόνος προσφυγικής οικογένειας που είχε εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, παρουσιάζει τα βιώματα και τις αντιλήψεις του σχετικά με τους πρόσφυγες στο πεζογράφημά του «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς», που ανήκει στη συλλογή «Για ένα φιλότιμο» (1964). Παρά το γεγονός ότι το πεζογράφημα έχει ως κεντρικό θέμα την παρουσία των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία, ο συγγραφέας θίγει και άλλα προβλήματα της σύγχρονης εποχής, όπως η μοναξιά μέσα στις μεγαλουπόλεις.
Χώρος του πεζογραφήματος είναι η Θεσσαλονίκη που θεωρείται κατεξοχήν      προσφυγική πόλη, ενώ ο χρόνος δηλώνεται με το έτος 1964 που ανήκει στην κατεξοχήν δεκαετία του φαινομένου της μετανάστευσης.






Ανάλυση του κειμένου

Ενότητες
 
Α΄ ενότητα: «Στέκομαι και κοιτάζω … συναντημένα»→ οι θαμώνες του ορισμένου καφενείου
Ο συγγραφέας ξεκινά τις σκέψεις του για τους πρόσφυγες από μια καθημερινή σκηνή, τα παιδιά που παίζουνε μπάλα έξω από ένα καφενείο. Με συνειρμικό τρόπο και λειτουργώντας αντιθετικά, ο συγγραφέας από τα παιδιά και τον τόπο του παιχνιδιού τους μεταβαίνει στους μεγάλους που είναι οι θαμώνες του διπλανού καφενείου. Ο αναγνώστης εντάσσεται από την αρχή στο χώρο: «Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο» και έρχεται σε γνωριμία με τα πρόσωπα (παιδιά – μεγάλοι) που παρουσιάζονται με τρόπο συγκεκριμένο και γνωστό αλλά αόριστο γι’ αυτόν και έτσι έρχεται σε κάποια αμηχανία και απορία. Ωστόσο, με το συγκεκριμένο τρόπο αναφοράς του συγγραφέα σε χώρο και πρόσωπα επιτυγχάνεται η εξοικείωση του αναγνώστη μ’ αυτά και κατ’ επέκταση, η αμεσότητα. Οι θαμώνες παρουσιάζονται αληθινοί γιατί είναι κουρασμένοι. Η κούραση και η δουλειά ταιριάζουν σ’ αυτούς τους ανθρώπους και τους προσδίδουν αυθεντικότητα και γνησιότητα, αφού συμβαδίζουν με τις ταλαιπωρίες και τις δυσκολίες της ζωής τους. Η γνησιότητα αυτών των ανθρώπων σχετίζεται και με το χώρο: ο συγγραφέας είχε ταυτίσει την παρουσία τους με το συγκεκριμένο καφενείο. Συνεχίζοντας τις συγκρίσεις, ο συγγραφέας επισημαίνει το γεγονός ότι αυτοί οι πρόσφυγες διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους από τους διεσπαρμένους (: μετανάστες), στους οποίους ανήκει και ο συγγραφέας. Παρότι οι περισσότεροι από αυτούς γεννήθηκαν στην ίδια πόλη με το συγγραφέα, στη Θεσσαλονίκη, διατηρούν πιο καθαρή τη ράτσα τους. Η λέξη «ράτσα» στη σύγχρονη εποχή λειτουργεί αρνητικά γιατί παραπέμπει στο ρατσισμό και στην πολιτική των φυλετικών διακρίσεων. Ωστόσο, στο κείμενο έχει διαφορετικό ρόλο και δηλώνει μια πληθυσμιακή ομάδα Ελλήνων που κατάγεται από κάποια συγκεκριμένη περιοχή και έχει κάποιες διαφορές από τους άλλους είτε γλωσσικές είτε εξωτερικών χαρακτηριστικών. Η αναφορά λοιπόν στον όρο «ράτσα» σχετίζεται με την περιγραφική διάκριση των ανθρώπων ανάλογα με τον τόπο καταγωγής τους. Επιπλέον, η λέξη «ψυχή» δηλώνει τα εσωτερικά γνωρίσματα των ανθρώπων, τα στοιχεία του ψυχισμού τους. Οι αξίες και ο τρόπος ζωής αυτών των ανθρώπων μέσα στους προσφυγικούς συνοικισμούς τους βοήθησαν ν’ αντισταθούν σε κάθε μορφή αλλοτρίωσης και να διατηρήσουν αναλλοίωτα τα χαρακτηριστική τους. Σε κάποιο άλλο περιβάλλον «μοιάζουν αλλιώτικοι», αφού προσπαθούν να προσαρμοστούν σε διαφορετικές καταστάσεις. Μέσα στους προσφυγικούς συνοικισμούς όμως φαίνονται πιο γνήσιοι καθώς η επικοινωνία τους είναι αληθινή και η συμπεριφορά τους αυθόρμητη.
Σ’ αυτήν την πρώτη ενότητα, εκτός από τα πρόσωπα των παιδιών και των μεγάλων, παρουσιάζεται και το πρόσωπο του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος μιλάει σε α΄ πρόσωπο και ταυτίζεται με τους μεγάλους («οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ’ αυτή την πόλη, όπως κι εγώ»).


Β΄ ενότητα: «Η αλήθεια πάντως είναι … είναι διαπίστωση»→ οι ράτσες των προσφύγων.
Στην ενότητα αυτή ο συγγραφέας αναφέρεται στις διάφορες ράτσες προσφύγων που ήρθαν στην ελληνική επικράτεια μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922, παρουσιάζοντας κυρίως ορισμένα εξωτερικά χαρακτηριστικά που τις διαφοροποιούν. Προκειμένου η αναφορά του αυτή να μη γίνει μια ξερή και κουραστική απαρίθμηση, επινοεί το τέχνασμα της ικανότητάς του να αναγνωρίζει τις διάφορες ράτσες, κάτι που το δηλώνει σε πολλά σημεία: «έχω φοβερά εξασκηθεί … όπου κι αν είμαι … τον διακρίνω από μακριά … σπανίως θα πέσω έξω … είμαι ολότελα αλάνθαστος … έχω τόση πεποίθηση». Μέσα από τα ονόματα των προσφύγων παίρνουμε πληροφορίες και για τις περιοχές από τις οποίες προέρχονταν, δείχνοντας ότι ο ελληνισμός στην περιοχή της Ανατολής είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και όλοι οι πρόσφυγες κουβαλούν μια βαριά πολιτιστική κληρονομιά. Αναφέρεται πρώτα στους Ποντίους με τη χαρακτηριστική ομιλία και την ιδιαίτερη εμφάνιση, στη συνέχει στους Καραμανλήδες, αυτούς που προέρχονταν από την περιοχή της Καραμανίας στην Καππαδοκία, στους Καυκάσιους, στους Μικρασιάτες, οι οποίοι προέρχονταν κυρίως από τα παράλια και στους Κωνσταντινουπολίτες, είτε από μέσα είτε από τα περίχωρα. Τέλος, αναφέρεται και στους Θρακιώτες που προέρχονταν από την Ανατολική Θράκη και για τους οποίους επισημαίνει ότι «ίσως εγώ να την έχω συνηθίσει (την προφορά τους)», υπαινισσόμενος ότι η οικογένειά του καταγόταν από αυτή την περιοχή. Όλα αυτά τα ονόματα δεν παίζουν κανένα ρόλο, ούτε μπορούν ν’ αποτελέσουν διαχωριστική γραμμή, αφού όλοι οι πρόσφυγες έχουν το κοινό στοιχείο της εγκατάλειψης των πατρίδων και της μετεγκατάστασής τους στη νέα πατρίδα, την κυρίως Ελλάδα.
Ο συγγραφέας παρά το γεγονός ότι εκφράζει την πεποίθησή του για την ικανότητά του να αναγνωρίζει τις ράτσες, χρησιμοποιεί τρεις φορές το ρήμα μπερδεύω: «Οι Θρακιώτες … ευκολότερα μπερδεύονται … μπερδεύονται κυρίως μ’ αυτούς … όταν τους μπερδεύω …». Αυτές οι επισημάνσεις του συγγραφέα δείχνουν ότι στη νέα πατρίδα και πιο συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, που δέχτηκε μεγάλους πληθυσμούς προσφύγων, υπήρξε ένα πληθυσμιακό ανακάτωμα και μια αφομοίωση των ανθρώπων με το πέρασμα του χρόνου και τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων.

Γ΄ ενότητα: «Κι όμως πόση συγκίνηση … να ήταν έτσι η αλήθεια»→ τα συναισθήματα του συγγραφέα απέναντι στους πρόσφυγες
Ο συγγραφέας παρουσιάζει εδώ τα συναισθήματα που τρέφει από την επαφή του με τους πρόσφυγες. Αρχικά, δίνεται μια γενική συναισθηματική κατάσταση, «Κι όμως πόση συγκίνηση … », και στη συνέχεια η στάση του συγκεκριμενοποιείται: μεθώ, χαίρομαι, ανατριχιάζω, κύμα ζεστό, λαχτάρα, ευχαρίστηση, μυστήριο και αγάπη. Ο συγγραφέας εκφράζει την επιθυμία να αγκαλιάσει όλους αυτούς τους αληθινούς και αυθεντικούς ανθρώπους που αξίζουν την αγάπη. Φέρνει στο νου του ονόματα από σβησμένους λαούς και χώρες. Οι περιοχές από τις οποίες προέρχονταν οι πρόσφυγες είχαν δεχτεί ελληνικές φυλές από τα πανάρχαια χρόνια (Ίωνες, Αιολείς, Δωριείς). Άλλοι λαοί εκείνων των περιοχών δεν χάθηκαν αλλά αφομοιώθηκαν με τους Έλληνες και επιβιώνουν στο αίμα αυτών των προσφύγων, χωρίς οι ίδιοι να το ξέρουν. Έτσι, ακόμα και λαοί που φαινομενικά χάθηκαν, ουσιαστικά “ζουν” μέσα σ’ αυτούς τους πρόσφυγες: αρχαίοι Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, όμορφοι Λυδοί. Οι πρόσφυγες για το συγγραφέα είναι η αφορμή για να γνωρίσει τη δική του ράτσα ως παιδί προσφύγων. Χαίρεται όταν κοιτάζει τις φυσιογνωμίες τους και ανατριχιάζει στη σκέψη ότι αυτός που του μιλά είναι άνθρωπος της φυλής του. νομίζει ότι γύρισε επιτέλους στην πατρίδα. Γι’ αυτόν πατρίδα δε σημαίνει τον τόπο γέννησής του αλλά τον τόπο καταγωγής των γονέων του έστω και αν αυτός δεν τον έχει γνωρίσει. Εκφράζει όμως την έντονη επιθυμία του να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής του. Βλέποντας τις «αδρές και τίμιες φυσιογνωμίες» των προσφύγων νιώθει περήφανος για την καταγωγή του και θεωρεί αυτούς τους ανθρώπους πρότυπα. Το αίμα που ρέει στις φλέβες του «από κει μονάχα τραβάει»∙ πρόκειται για μια εσωτερική φωνή, μια δύναμη που τραβάει τους πρόσφυγες και τα παιδιά τους προς τις μακρινές, χαμένες πατρίδες. Αυτό το αίμα, η ζωντανή μνήμη, τον δένει με μια πατρίδα που δε γνώρισε. Έτσι, κάθε φορά που συναντά πρόσφυγες φορτίζεται συναισθηματικά, αφού θυμάται την κοινή πατρίδα, έστω και αν δεν τη γνώρισε. Με αφορμή την αναφορά του στο “αίμα”, διατυπώνει και τη θέση του για τις δύο υποστάσεις του ανθρώπου: την υλική («τρώει και πίνει») και την άυλη, την εσωτερική – ψυχική («όλη αυτή η λαχτάρα»). Η αναφορά του στο “αίμα” γίνεται με μεταφορά και ιδιωτισμό: «Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει».

Δ΄ ενότητα: «Κι όμως τα τελευταία χρόνια … πολύ αργά νομίζω»→ ο διασπαστικός ρόλος των γραφειοκρατών
Η ενότητα αυτή αρχίζει με το αντιθετικό “όμως” και χαρακτηρίζεται από ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα. Τα ευχάριστα συναισθήματα που εξέφρασε ο συγγραφέας στην προηγούμενη ενότητα αντικαθίστανται εδώ από οργή και θυμό. Το καλό ήθος των προσφύγων, έτσι όπως το παρουσίασε ο συγγραφέας, αποτέλεσε ένα στοιχείο εκμετάλλευσής τους από αυτούς που φοβούνται την ενότητά τους. Η συνοχή τους και ο ψυχικός δεσμός τους διαλύθηκαν από κάποιες εξουσιαστικές δυνάμεις, που έσπειραν ανάμεσα στους πρόσφυγες τη διχόνοια και τους οδήγησαν στον αλληλοσπαραγμό. Όμως οι πρόσφυγες έδειξαν τη δύναμη που τους χαρακτηρίζει και επειδή αποτελούν τρόμο για τους γραφειοκράτες, προσπαθούν να τους διώξουν, αυτή τη φορά, ως μετανάστες (ο συγγραφέας κάνει λόγο για το μεταναστευτικό κύμα των Ελλήνων, κυρίως προς τη Δ. Γερμανία, στις δεκαετίες 1950-1960). Με καυστικό τρόπο, ο συγγραφέας δίνει ένα ράπισμα στους κρατικούς φορείς που όχι μόνο δεν αξιοποίησαν αυτό το δημιουργικό κομμάτι των προσφύγων αλλά προσπάθησαν και να το διασπάσουν. Δείχνει έτσι τη νοοτροπία που επικρατούσε τότε στην Ελλάδα, όταν οι πρόσφυγες θεωρούνταν ξένο σώμα που ήρθε να ταράξει τα γαλήνια νερά του κατεστημένου. Η αποτυχημένη προσπάθεια για διχόνοια μεταξύ των προσφύγων οδήγησε τους “γραφειοκράτες” σε μια άλλη πρακτική: τη μετανάστευση. Έτσι, αφού αρχικά οι πρόσφυγες αναγκάστηκαν να νιώθουν ξένοι στην ίδια τους τη χώρα, οδηγήθηκαν σταδιακά στη μετανάστευση.
(Καλό είναι να γίνει η διάκριση πρόσφυγα-μετανάστευση. Πρόσφυγας είναι αυτός που εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να καταφύγει σε άλλη χώρα ή στη χώρα εθνικής του προέλευσης. Μετανάστης είναι αυτός που εγκαταλείπει με τη θέλησή του τη χώρα του και εγκαθίσταται σε μια άλλη αναζητώντας καλύτερη τύχη ή επειδή πιέζεται από πολιτικές καταστάσεις)
Ο συγγραφέας, προκειμένου να εκφράσει την έκρηξη και την οργή του γι’ αυτή την κατάσταση, χρησιμοποιεί σκληρούς χαρακτηρισμούς («οι εγκληματίες») και ρήματα που δηλώνουν ψυχική ένταση («να σκορπίσει … εκμεταλλεύτηκαν … τους εξώθησαν … να ξεφορτωθούν»)


Ε΄ ενότητα: «Κάθε φορά που φεύγω … αταξίες»→ η μοναξιά στο πλήθος
Ο συγγραφέας από την προσφυγιά περνάει τώρα σ’ ένα άλλο κοινωνικό φαινόμενο που ακολούθησε: τη μοναξιά. Ιδιαίτερα μάλιστα τη μοναξιά του ανθρώπου των μεγάλων αστικών κέντρων. Ο συγγραφέας δεν ακολούθησε την ξενιτιά, όπως έκαναν πολλοί άλλοι “δικοί του άνθρωποι” αλλά οδηγήθηκε σε μια μοναχική πορεία μέσα στην ανωνυμία του πλήθους της μεγαλούπολης. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής έχει κάνει το συγγραφέα να νιώθει “ολομόναχος, ξένος, παράξενος”, να έχει χάσει την ταυτότητά του: “χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες”. Όπως λοιπόν ο πρόσφυγας νιώθει μόνος ανάμεσα στους ξένους, έτσι και ο σύγχρονος άνθρωπος νιώθει μόνος και αλλοτριωμένος ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Ο παραλληλισμός όμως δε σταματά εκεί. Όπως οι πρόσφυγες αντιμετώπισαν τη μοναξιά κατά την ένταξή τους στη νέα πραγματικότητα, έτσι και οι σύγχρονοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τη μοναξιά μέσα στον ίδιο τους τον τόπο. Ωστόσο, οι πρόσφυγες μέσα στους συνοικισμούς τους προσπαθούν ενωμένοι να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα και τις καχυποψίες ενώ οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν προσπαθούν για τίποτα τέτοιο και η εξωτερική πραγματικότητα είναι απογοητευτική. Αυτή η απογοήτευση και η παραίτηση εκφράζεται με στοιχεία της προσωπικής ζωής του συγγραφέα: « Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς … Συγκατοικώ με ανθρώπους που αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι’ αυτούς …». Η απόλυτη αποξένωση. Αυτά τα γνωρίσματα του σύγχρονου τρόπου ζωής παρουσιάζονται με γλωσσικές και λεξιλογικές επιλογές όπως «μεγάλες αρτηρίες … ανάβει το κόκκινο … σταματούν τα’ αυτοκίνητα … το πλήθος εξακολουθεί να περπατά …περιστρέφονται οι διαβάτες … οι μηχανές … ακούω χιλιάδες βήματα στο πλακόστρωτο». Χαρακτηριστική είναι και η επιλογή των εικόνων: «οι μεγάλες αρτηρίες … όταν ανάβει κόκκινο και τ’ αυτοκίνητα σταματούν», «το πλήθος εξακολουθεί να περπατά …», « Σταματώ στη μέση του πεζοδρομίου … οι διαβάτες», «Τώρα που δεν εμποδίζουν … στο πλακόστρωτο». Χρησιμοποιούνται ακόμα παρομοιώσεις (οι μεγάλες οδικές αρτηρίες με τ’ αυτοκίνητα παρομοιάζονται με αρτηρίες του κυκλοφορικού συστήματος με “ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια να κυκλοφορούν”) (“κι όπως στο κούτσουρο που κόβει το νερό, … οι διαβάτες”) και αντιθέσεις (το καφενείο είναι ο χώρος ανθρώπινης επικοινωνίας και συνοχής των προσφύγων σε αντίθεση με τις μεγάλες αρτηρίες, που είναι ο τόπος απομόνωσης των αστών). Μέσα σ’ αυτή την ανωνυμία και το απρόσωπο πλήθος ο συγγραφέας νιώθει να επιβιώνουν μέσα του τα πολιτιστικά στοιχεία της ράτσας του: «Της Γονατιστής … βόμβο». Ακόμα και σ’ αυτό το πολύβουο ανθρώπινο ποτάμι, οι πρόγονοι και η αναζήτησή τους είναι μέσα του, φωλιάζουν στην ψυχή του.


ΣΤ΄ ενότητα: «Γι’ αυτό ζηλεύω … τριγύρω»→ επίλογος
Η απομόνωση και η μοναξιά του σύγχρονου τρόπου ζωής κάνει το συγγραφέα να ζηλεύει όλους εκείνους που ζουν μόνιμα στον τόπο τους μαζί με τους δικούς τους και τα πράγματά τους. Η αμφισβήτηση της ποιότητας του σύγχρονου πολιτισμού τον κάνει να αναζητά τη ζεστασιά σ’ ένα προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας του. είναι προτιμότερη η ζωή του πρόσφυγα που έχει κάποιους ανθρώπους να επικοινωνήσει παρά η ζωή μέσα στη μοναξιά του σύγχρονου κόσμου.



Τεχνική
 
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το λεξιλόγιο της καθημερινής γλώσσας με λέξεις που επιτυγχάνουν ακρίβεια και σαφήνεια. Κυριαρχούν οι κύριες προτάσεις και οι μικρές περίοδοι με αρκετά σημεία να συνδέονται αντιθετικά. Η αντίθεση είναι και το κυριότερο εκφραστικό μέσο που χρησιμοποιείται ενώ συναντάμε και άλλα σχήματα λόγου όπως παρομοιώσεις («κάτι σα ζεστό κύμα … σα να κυκλοφορούν ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια … όπως το κούτσουρο… σα να ’ναι τίποτα κακοποιοί»), μεταφορές («απ’ την καρδιά της Πόλης … ζεστή προφορά … ανθούν ανάμεσά μας … να φαγωθούν μεταξύ τους») και προσωποποιήσεις («τα ονόματα δειλιάζουν … τους πληροφορεί το αίμα»)
Το ύφος του κειμένου είναι απλό, χωρίς μελοδραματισμούς και συναισθηματισμούς, με εξομολογητικό τόνο. Η χρήση του α΄ προσώπου δίνει αμεσότητα και ζωντάνια ενώ η χρήση β΄ και γ΄ προσώπου προσδίδει ποικιλία στο λόγο και φανερώνει την επιθυμία του συγγραφέα να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη και να διατυπώσει κάποιες θέσεις αντικειμενικά. Ο αφηγητής ταυτίζεται με το συγγραφέα και μιλώντας σε α΄ πρόσωπο αναφέρεται σε ένα προσωπικό βίωμα. Είναι παρών μέσα στην αφήγηση (δραματοποιημένος) και βλέπει τα πράγματα από τη δική του οπτική γωνία (αφήγηση με εσωτερική εστίαση). Συμμετέχει στα δρώμενα και αφηγείται σε α΄ πρόσωπο (χρησιμοποιεί δηλαδή μίμηση ως τρόπο αφήγησης). Σε μερικά σημεία μάλιστα αυτοβιογραφείται καθώς ταυτίζεται με τους πρόσφυγες και εντάσσει τον εαυτό του στους διεσπαρμένους ενώ τον παρουσιάζει μέσα στην αποξένωση του σύγχρονου τρόπου ζωής.

Απαντήσεις στις ερωτήσεις του
σχολικού βιβλίου
 
 

1)      Πρόσφυγες: οι πληθυσμοί που εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους ή τον τόπο μόνιμης κατοικίας τους και να καταφύγουν σε μια ξένη χώρα ή στη χώρα εθνικής τους προέλευσης. Ο συγγραφέας συμπεριλαμβάνει στον όρο και τα παιδιά των προσφύγων ακόμα κι αν αυτά δεν έχουν γνωρίσει τον τόπο καταγωγής τους. Ο όρος “πρόσφυγες” έχει και στις μέρες μας την ίδια έννοια
Ράτσα: μια πληθυσμιακή ομάδα που κατάγεται από κάποια συγκεκριμένη περιοχή και τα μέλη της δένονται με κοινά ήθη, έθιμα, παραδόσεις και γλώσσα. Σήμερα ο όρος συνδέεται με φυλετικές διακρίσεις και την ιδεολογία του ρατσισμού
Πατρίδα: για το συγγραφέα, πατρίδα δεν είναι ο τόπος γέννησης αλλά ο τόπος καταγωγής των γονέων, ακόμα και αν κάποιος δεν έχει γνωρίσει αυτόν τον τόπο. Σήμερα, ως πατρίδα νοούμε τον τόπο γέννησης και τη χώρα που ζούμε ως πολίτες.

2)      Οι πρόσφυγες είναι οι δικοί του άνθρωποι, εκείνοι που έχουν ισχυρούς δεσμούς και έχουν διατηρήσει την αυθεντικότητα και τη γνησιότητα, μακριά από την αλλοτρίωση των σύγχρονων πόλεων. Αυτή η αλλοτρίωση χαρακτηρίζει τον κόσμο της πόλης, στον οποίο οι άνθρωποι ζουν απλώς συμβατικά και ακολουθούν τυποποιημένες σχέσεις
α. Ο συγγραφέας ταυτίζεται με τους πρόσφυγες και μιλώντας γι’ αυτούς είναι σα να μιλάει για τον εαυτό του, αυτοβιογραφείται. Εκτός από τη χρήση του α΄ προσώπου αυτοβιογραφείται και σε άλλα σημεία όπως: συχνάζει στο ίδιο καφενείο με τους πρόσφυγες, εντάσσει τον εαυτό του στους διεσπαρμένους, αναζητάει τη δική του ράτσα, παρουσιάζεται μόνος μέσα στο πλήθος και επικοινωνεί μόνο με τους προγόνους
β. Παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, θεωρεί ως πατρίδα του την Ανατολική Θράκη, γενέτειρα των γονιών του. Σ’ αυτή του την άποψη τον ωθούν συγκεκριμένοι λόγοι:
- Γνώρισε τους ανθρώπους της Ανατολικής Θράκης, τους πρόσφυγες και κατανόησε το χαρακτήρα και τη γνησιότητά τους.
- Πιστεύει ότι οι πρόσφυγες κουβαλούν αξίες ενός κόσμου πιο αγνού και ανθρώπινου
- Το ασφυκτικό περιβάλλον της μεγαλούπολης του δημιουργεί τάσεις φυγής

3) Ο συγγραφέας νιώθει όλους τους προγόνους μέσα του καθώς αναζητά την επικοινωνία με τους «δικούς του ανθρώπους», τους πρόσφυγες και λαχταράει την επιστροφή του στα χώματα των προγόνων. Δείχνει επίσης τη θέληση να συνεχίσει το έργο τους αφού γνωρίζει πολύ καλά τόσο τα γνωρίσματα αυτών των ανθρώπων (εξωτερικά και γλωσσικά) όσο και το σύνολο των πολιτισμικών στοιχείων των προσφύγων. Ως προς το τρίτο σημείο του χωρίου του Καζαντζάκη φαίνεται ότι ο συγγραφέας μάλλον αισθάνεται απογοήτευση και αδιέξοδο αφού ο τρόπος ζωής στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις οδηγεί στην απομάκρυνση από τις αξίες της ράτσας.